Τα θρυλικά παπάκια των 80s – Τα πειραγμένα 72αρια, οι κομμένες ποδιές και οι «λασπωτήρες»

Το μηχανάκι που σημάδεψε μια δεκαετία
-“Μάνα φεύγω, έχω ραντεβού για καφέ με τα παιδιά”
-”Μην αργήσεις. Εσώρουχο άλλαξες; Κάλτσες;”
-”Ναι ρε μάνα. Όλα τα άλλαξα, φεύγω”
-”Κοίτα μη τυχόν και ανέβεις σε παπάκι. Δε θέλω παρέες με τέτοιους”
-”Γιατί ρε μάνα, κέρατα έχουν;”
-”Αυτό που σου λέω. Με αυτά σκοτώνονται τα παιδιά και κλείνουν τα σπίτια”
Ο διάλογος κλασικός. Μετά τα εσώρουχα και τις κάλτσες, η έννοια της μάνας στη δεκαετία του ’80, ήταν τα παπάκια. Αυτά τα ανεπανάληπτα και πλέον all time classic 50άρια μηχανάκια. Στις ηλικίες 16 ως 25, οι πωλήσεις έκαναν θραύση. Οι μύθοι της εποχής, σχετικά με αυτούς που τα καβαλούσαν και τα ατυχήματα στους δρόμους, ήταν ατελείωτοι.
-“Μάνα, θα αγοράσω μηχανάκι”
-“Όχι παιδί μου, μην μου το κάνεις αυτό (τράβηγμα μαλλιών). Φοβάμαι, σε παρακαλώ. Κάνε υπομονή να πάρεις αυτοκίνητο”
Και αυτός ο διάλογος κλασικός. Όλοι ήθελαν ένα παπάκι γιατί ήταν μόδα, δεν απαιτούσε ιδιαίτερες ικανότητες οδήγησης, ήταν φθηνό και «σήκωνε» πολλές τροποποιήσεις στον κινητήρα και τη γενική εμφάνιση. Η αγορά τους γινόταν με λίγα λεφτά προκαταβολή και μετά γραμμάτια, ενώ η απόκτηση διπλώματος μοτοποδηλάτου ήταν εύκολη υπόθεση και άμα λάδωνες τους εξεταστές ακόμα ευκολότερη…
Εργαλείο από κάθε άποψη, δεν θα έπαιρνε πολύ στο «παπί» να γίνει μόδα, κι από κει η πορεία του ως σύμβολο κοινωνικής ανυπακοής. Και επανάστασης των ηθών ήταν εξασφαλισμένη. Με το χαρτζιλίκι προκαταβολή και τα υπόλοιπα γραμμάτια, ο πιτσιρικάς καβάλαγε το «παπάκι» αψηφώντας τις απεγνωσμένες κραυγές της μάνας.

Τα πειραγμένα
Όσο για τη σταδιοδρομία της φιγούρας, μία ήταν η υποχρεωτική στάση: το “τσαμπουκάλεμα” του «παπιού»! Η ποδιά κοβόταν ή αφαιρούνταν τελείως, η μαμίσια εξάτμιση άλλαζε αναγκαστικά σε Sebring και το μοτέρ «πειραζόταν». Φτάνοντας από τα ταπεινά 50cc στα 72, τα 80 ή ακόμα περισσότερα κυβικά. Το μυθικό πια Honda Super Cub φορούσε τετράχρονο αερόψυκτο μονοκύλινδρο κινητήρα 50 κυβικών. Και ημιαυτόματο κιβώτιο τεσσάρων σχέσεων (ή τριών αρχικά), αν και αυτά ήταν για τους φλώρους. Γιατί τα αλάνια της εποχής έψαχναν να ξεζουμίσουν το εύστροφο μοτεράκι φτάνοντάς το στα 72 ή τα 85 κυβικά.
Τα Super Cub 50cc και οι οδηγοί τους, είχαν ένα ιδιαίτερο στιλ. Ο αναβάτης, μόλις αγόραζε το παπάκι, έριχνε άλλα τόσα λεφτά για να το κάνει «αγριόπαπια». Έβγαζε αμέσως τους καθρέπτες και τη σχάρα. Έβγαζε την ποδιά. Έκοβε τα φτερά. Άσπριζε την πινακίδα για να ξεφεύγει από τα μπλόκα ή την έκοβε για να μην ενοχλεί στη σούζα, και «πείραζε» τον κινητήρα για να το κάνει 72cc.

Σταδιακά, τα κυβικά ανέβαιναν και άλλαζαν οι ρόδες, η σέλα, τα φλασάκια, και οτιδήποτε άλλο «φορούσε» το εργοστασιακό μηχανάκι. Ακολουθούσε πάντα η σχετική μόστρα του «γκαζιού» μπροστά από καφετέριες και πλατείες και σε ορισμένες περιπτώσεις παίζονταν στοιχήματα σε κόντρες με παπάκια.
Ο θρύλος λέει ότι κάποιοι έκαιγαν κηροζίνη και πέταγαν στις κόντρες στην περιφερειακή στην Κατεχάκη. Πάντως, αρκετοί άφηναν την ποδιά επάνω και κολλούσαν διάφορα αυτοκόλλητα, εκεί ή στο φανάρι, με χαρακτηριστικότερο αυτό που απεικόνιζε τον λύκο.
Η τελική τιμή του «παπιού» μετά τις μεταποιήσεις εκτοξευόταν σε διπλάσια ή τριπλάσια νούμερα. Ακολουθούσε αντικατάσταση κυλίνδρου, αλλαγή καρμπιρατέρ. Και άλλαγμα εξάτμισης ώστε να γίνει «σεμπρίκι» (Sebring). Και να προκαλεί τέτοια βαβούρα ώστε να σε παίρνουν χαμπάρι από χιλιόμετρα. Αν μάλιστα ήσουν ακόμα πιο μάγκας, φόραγες την «κοντή» εξάτμιση ή ακόμα και κοντοκομμένο σωλήνα!

Το στράβωμα των ποδιών
Ένας οδηγός «πάπιας» που σεβόταν τον εαυτό του, έπρεπε να ξέρει να στήνεται σε αυτό. Το στυλ απαιτούσε από τον οδηγό να κάθεται στη σέλα όσο πιο μπροστά μπορούσε. Τα γόνατα να είναι κολλητά και στους μαρσπιέδες, τα πόδια στραβά προς τα μέσα με τις φτέρνες προς τα έξω. Το κράνος ήταν «ξενέρωτο», καθώς η μοδάτη χαίτη έπρεπε να ανεμίζει.
Το παντελόνι μπάγκι ή ψαράδικο και ελαφρώς τραβηγμένο προς τα πάνω, για να φαίνεται η άσπρη κάλτσα και το μαύρο Sebago ή sea and city. Τις μπότες και τα δερμάτινα τύπου perfecto τα φορούσαν αυτοί που είχαν μεγάλες μηχανές.
Αργότερα οι παπάκηδες τους μιμήθηκαν. Το μπουφάν αρχικά ήταν στρατιωτικό, τύπου flight και αργότερα έγινε φουσκωτό. Η σούζα, η κωλιά και λοιπά τσαλιμάκια στις δύο ρόδες, ήταν «υποχρεωτικά μαθήματα». Το ίδιο και οι μηχανικές γνώσεις επί όλων των τμημάτων του παπιού. Όσο πιο πειραγμένο και φτιαγμένο εξωτερικά ήταν ένα παπάκι, τόσο πιο περπατημένος φαινόταν ο οδηγός του. Ένα καλό παπί έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει θόρυβο.
«Σούζα ρε, κάνε ψαράκι, σανίδωσέ το» ήταν η διαρκής προτροπή στους οδηγούς, που ευχαρίστως εκτελούσαν. Και δως του πέρα δώθε, βρουμ βρουμ με πειραγμένες εξατμίσεις.

Η τέχνη του συνοδηγού
Όσο για τον συνοδηγό, έπρεπε να είναι ελαφρώς προς τα πίσω, με τα χέρια και τα πόδια κρεμασμένα και όχι ακουμπισμένα πίσω στους μασπιέδες.
Ο εκπαιδευμένος συνοδηγός ήταν απαραίτητος, για τη φιγουράτη «δικάβαλη σούζα», καθώς ήξερε να τραβάει και να κρατάει σταθερά τον οδηγό προς τα πίσω. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εξομοίωναν τους οδηγούς με το ιδιαίτερο στιλ, με «άτομα που έχουν μπλέξει», ή μέλη φοβερών και τρομερών συμμοριών.
Τη δεκαετία του ’90, η άποψη για τα παπάκια άλλαξε. Οι μποτιλιαρισμένοι δρόμοι και η έλλειψη πάρκινγκ, έστρεψαν πολλούς σε μια φθηνή και αξιόπιστη λύση. Το παπάκι ήταν ότι έπρεπε, ευέλικτο, δεν έκαιγε και πολλή βενζίνη, ενώ το πάρκαρες σε δευτερόλεπτα. Η ταχύτητα και η ενεργητική ή παθητική ασφάλειά του παπιού, δεν ήταν ποτέ τα «προσόντα» του, αλλά πρόκειται για ένα καλοφτιαγμένο και διαχρονικό όχημα.

Η απήχηση του “παπιού”
«Δεν οδήγησα ποτέ μηχανή, πάντα οδηγούσα παπάκι», εξομολογήθηκε παλιότερα το σύμβολο της εποχής Σταμάτης Γαρδέλης. Επιβεβαιώνοντας την απήχηση του «παπιού» στα έξαλλα εκείνα χρόνια. Γιατί το πενηντάρι μηχανάκι ήταν όχημα κοινωνικής αλλαγής, μεταφέροντας με τα ταπεινά αλογάκια του όλους τους πόθους της νιότης. Επανάσταση στο κατεστημένο και υπέρβαση των κοινωνικών συμβάσεων.

Αν και η κουλτούρα του «παπιού» δεν πρέπει να εξαντλείται στο Χοντάκι, καθώς εξίσου θρυλικό ήταν το πενηντάρι Town Mate της Yamaha. Η γνωστή σε πολλούς «ταούνα»! Το Town Mate ήταν το μοναδικό «παπάκι» που φορούσε διαφορικό αντί αλυσίδας στη μετάδοση και έζησε εξίσου μεγάλες δόξες με το Honda Super Cub. Όλα τους δηλωμένα πενηντάρια, αν και στην πραγματικότητα ήταν πολύ μεγαλύτερα μετά τις ερασιτεχνικές μεταποιήσεις.
Η προέλευση
Το δημοφιλέστερο μηχανάκι όλων των δίτροχων εποχών, το «πολύ» Honda Super Cub, εμφανίστηκε στην Ιαπωνία το 1958, μετρώντας αδιάλειπτη παρουσία μέχρι και σήμερα στις γραμμές παραγωγής της Honda και έχοντας πουλήσει μέχρι το 2014 περισσότερα από 87 εκατομμύρια κομμάτια! Ο δαιμόνιος μηχανικός Σοϊτσίρο Χόντα συνέλαβε την ιδέα για μια μικρού κυβισμού μηχανή πόλης ήδη από το 1956, όταν βρέθηκε στη Γερμανία και είδε από κοντά τα μοτοποδήλατα του καιρού που αγκομαχούσαν στις ανηφόρες.
Κι έτσι ένα ελαφρύ και κυρίως αξιόπιστο μηχανάκι μικρού κυβισμού μπήκε αμέσως στο δημιουργικό στόχαστρο του μεγάλου πιονέρου της Honda, ο οποίος άλλαζε εν αγνοία του την ιστορία των δίτροχων. Παρά την έμφαση στην ποιότητα παραγωγής, τα πρώτα πενηντάρια «παπάκια» της Honda δεν πήγαν καλά στην Ιαπωνία και έβγαλαν αρκετά προβλήματα, αναγκάζοντας τον τελειομανή Σοϊτσίρο να ξαποστέλνει τους μηχανικούς του στα σπίτια των πελατών για τις απαραίτητες επισκευές!

Ένα “παπάκι” για τις παραγγελίες των νουντλς
Ο μακροχρόνιος συνεργάτης του Χόντα μπήκε μια μέρα στο σχεδιαστήριό του και του ζήτησε να φτιάξει το μηχανάκι με τρόπο που να μπορεί να οδηγηθεί με το ένα χέρι, ώστε να μπορούν οι ντελιβεράδες του Τόκιο να κουβαλούν στο άλλο τις παραγγελίες με τα νουντλς! «Αν μπορέσεις να σχεδιάσεις μια μικρή μοτοσικλέτα, ας πούμε 50 κυβικών, με ένα κάλυμμα για να κρύβει τη μηχανή, τους σωλήνες και τα καλώδια στο εσωτερικό, τότε μπορώ να την πουλήσω. Δεν ξέρω πόσα μαγαζιά με νουντλς υπάρχουν στην Ιαπωνία, αλλά σε πάω στοίχημα ότι κάθε κατάστημα θα θελήσει μία για τους ντελιβεράδες του».

Το Super Cub είχε γεννηθεί και λίγο μετά (αρχές δεκαετίας 1970) θα ακολουθούσε η Yamaha με το ανταγωνιστικό Town Mate, δημιουργώντας έναν νέο τρόπο φτηνής δίτροχης μετακίνησης. Το χαρακτηριστικό τους σχήμα, η ευκολία στη χρήση και το χαμηλό κόστος συντήρησης και μετακίνησης τα έστειλαν στα ουράνια, αλλά και η σύνδεσή τους φυσικά με τα εξεγερμένα νιάτα μιας άλλης εποχής…
Ήταν όμως μια λύση, για αυτούς που δεν ήθελαν μεγάλου κυβισμού μηχανές, αλλά ένα ελαφρύ δίκυκλο, για να εξυπηρετούνται σε μικρές αποστάσεις. Με αυτό το θρυλικό μηχανάκι άρχισαν πολλοί να εκπαιδεύονται στην οδήγηση με δύο ρόδες και να αγαπούν τις μηχανές. Ακόμη και αυτοί που δεν είχαν χαίτη ή ψαράδικο παντελόνι.
Στην Ελλάδα έκανε θραύση τη δεκαετία του ’80. Σήμερα παράγεται και από άλλες εταιρείες, σε διάφορα σχέδια και κυβικά και αποτελεί ακόμη εγγύηση για τις μετακινήσεις.
Πηγή: mixanitouxronou.gr, enimerotiko.gr