Σπύρος Φωκάς: Η πολυκύμαντη ζωή του «Έλληνα Ομάρ Σαρίφ» – Δείτε φωτογραφίες
Τα πρώτα βήματα, η επιτυχία στην Ιταλία, η κατάκτηση του Χόλιγουντ, οι γυναίκες της ζωής του και τα δύσκολα τελευταία χρόνια του
Πάτρα, Αθήνα, Ρώμη, Χόλιγουντ, Κόρινθος. Όνειρα, πείσμα, διάκριση, παγκόσμια επιτυχία, πτώση…: Αυτοί υπήρξαν οι βασικοί σταθμοί της διαδρομής της μακράς ζωής του Σπύρου Φωκά που «έφυγε» σήμερα, σε ηλικία 86 ετών, έχοντας γευτεί σχεδόν τα πάντα, από τη μεθυστική γλύκα της παγκόσμιας επιτυχία και του ακραίου θαυμασμού μέχρι την απόγνωση της πτώσης, της αρρώστιας και των γηρατειών κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Σε όλες αυτές τις διαφορετικές φάσεις του βίου του, ωστόσο, ο Έλληνας Ομάρ Σαρίφ, όπως συχνά τον αποκαλούσαν, παρέμενε σταθερά λιτός, σοβαρός, αξιοπρεπής, δωρικός αλλά και διαχρονικά γοητευτικός.
Ακόμα και την τεράστια διεθνή επιτυχία του, το γεγονός ότι κατάφερε να κερδίσει μια θέση στα θρυλικά στούντιο της Τσινετσιτά και αργότερα του Χόλιγουντ, παίζοντας στο πλευρό τεράστιων ονομάτων της υποκριτικής τέχνης και κορυφαίων σταρ, όπως η Κατίνα Παξινού, ο Αλέν Ντελόν, ο Μάικλ Ντάγκλας, η Λάιζα Μινέλι και ο Σιλβέστερ Σταλόνε, αλλά και τον καθολικό θαυμασμό της αδιαμφισβήτητης ομορφιάς του τα αντιμετώπισε με πρωτοφανή φυσικότητα και αξιοθαύμαστη μετριοφροσύνη. «Ήμουν απλώς μια ευχάριστη παρουσία» απαντούσε όταν τού έλεγαν πως αποτέλεσε έναν από τους ομορφότερους άνδρες που πέρασαν από την παγκόσμια κινηματογραφική οθόνη.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως στερούνταν πάθους και ενθουσιασμού. Το είχε αποδείξει άλλωστε από τα μαθητικά του κιόλας χρόνια, τότε που έκανε κοπάνες από το σχολείο προκειμένου να πάει στον κινηματογράφο να δει ταινίες, που ήταν η μεγάλη του αδυναμία. Γεγονός που οδήγησε, μοιραία, τα βήματά του στα μονοπάτια της υποκριτικής, μιας τέχνης που διδάχτηκε στη δραματική σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη, με τις ευλογίες και την στήριξη του ταξιδιωτικού πράκτορα πατέρα του που όταν τού ανακοίνωσε την απόφασή του να γίνει ηθοποιός του απάντησε, χωρίς δεύτερη σκέψη, «αν σου αρέσει, όρμα…». Κι εκείνος όρμησε και ξεκίνησε να κυνηγά το όνειρό του χωρίς να υποψιάζεται ότι μέσα σε λίγα χρόνια η πραγματικότητα θα ξεπερνούσε ακόμη και τις πιο τρελές του επαγγελματικές του φαντασιώσεις.
Ήταν μόλις 22 ετών όταν ανέλαβε τον πρώτο του ρόλο στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα», παίζοντας στο πλευρό του Κώστα Χατζηχρήστου και της Ρίκας Διαλυνά. Η συμμετοχή του ωστόσο στην ταινία του Ανδρέα Λαμπρινού «Ματωμένο Ηλιοβασίλεμα» έμελλε αποτελέσει το κλειδί που θα τού εξασφάλιζε το διαβατήριο της διεθνούς καριέρας, καθώς προβλήθηκε, το 1959, στο Φεστιβάλ των Καννών φέρνοντάς τον σε πρώτη επαφή με το διεθνές κινηματογραφικό γίγνεσθαι.
Γοητευμένος από τη λάμψη του διεθνούς σινεμά, δεν άφησε τα πράγματα στην τύχη τους. Πήγε στην Ιταλία και συμμετείχε σε δεκάδες κάστινγκ που έκαναν τα θρυλικά στούντιο της Τσινετσιτά. Η εντυπωσιακή παρουσία του και το ταλέντο του δεν έμειναν απαρατήρητα. Ξεχώρισε αμέσως ανάμεσα στους υπόλοιπους φιλόδοξους συνυποψηφίους του από κάθε γωνιά της γης με αποτέλεσμα να διεκδικήσει και να κερδίσει σημαντικούς ρόλους στον ιταλικό κινηματογράφο.
Ξεκίνησε με την συμμετοχή του στο ρωμαϊκό δράμα «Μεσσαλίνα Αφροδίτη» ενώ πολύ σύντομα στέφθηκε πρωταγωνιστής στον «Θάνατο ενός φίλου» του Φράνκο Ρόσι κερδίζοντας μάλιστα και το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Το μεγάλο μπαμ όμως έγινε μέσα από την συνεργασία του με τον διάσημο Ιταλό σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι στην βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα ταινία «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του», παίζοντας στο πλευρό του Γάλλου γόη Αλέν Ντελόν, της Κλαούντια Καρντινάλε αλλά και της δικής μας, σπουδαίας Κατίνας Παξινού, υπό τους ήχους της υπέροχης μουσικής του Νίνο Ρότα.
Λέγεται μάλιστα πως ο Βισκόντι τον προόριζε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά μια συζήτησή τους στην οποία ο Έλληνας ηθοποιός δεν φάνηκε πλήρως διαθέσιμος, τον θύμωσε με αποτέλεσμα να κάνει πρωταγωνιστή τον Ντελόν. Σε κάθε περίπτωση αυτή η συνεργασία υπήρξε καθοριστική για την καριέρα του αφού οδήγησε στη σύμπραξή του και με άλλους Ιταλούς σκηνοθέτες μεταξύ των οποίων οι Ούγκο Τονιάτσι, Μάριο Καμερίνι, αδελφοί Ταβιάνι κ.α.
Η επιτυχία του στην γειτονική Ιταλία, εξάλλου, τον κατέστησε περιζήτητο και στα εγχώρια κινηματογραφικά δρώμενα στα προσφέροντας του ρόλους σε επιτυχημένες ελληνικές ταινίες, όπως ο «Εγωϊσμός» και το «Αναμορφωτήριο» του Γιάννη Δαλιαννίδη, όπου έπαιξε μαζί με την Ζωή Λάσκαρη, αλλά και ο «Φόβος» του Κώστα Μανουσάκη, το «Ντάμα σπαθί» του Γιώργου Σκαλενάκη και ο «Έρωτας στην καυτή άμμο» του Κώστα Ζωγραφάκη, με συμπρωταγωνίστρια την Έλενα Ναθαναήλ, με την οποία αποτέλεσαν ένα από τα ομορφότερα ζευγάρια της μεγάλης οθόνης.
Η κατάκτηση του Χόλιγουντ
Την δεκαετία του ’80, ώριμος πλέον, με πολλές εμπειρίες αλλά και με την γοητεία του να συνεχίσει να γράφει εξαιρετικά στην οθόνη, είχε έρθει η στιγμή να κατακτήσει και την Αμερική. Το εισιτήριό του γι΄ αυτό το ταξίδι αποτέλεσε η ταινία «Το διαμάντι του Νείλου», που αποτέλεσε την παρθενική του συνεργασία με μεγάλα αστέρια του Χόλιγουντ όπως ο Μάικλ Ντάγκλας, με τον οποίο πήγε σε σόου ανατολίτικων χορών στο Μαρόκο για να γνωριστούν, η Καθλίν Τέρνερ και ο Ντάνι ντε Βίτο.
Λίγα χρόνια αργότερα θα συναντηθεί και με τον Σιλβέστερ Σταλόνε στα γυρίσματα του «Ράμπο ΙΙΙ» σχετικά με τον οποίο είχε διηγηθεί κατά το παρελθόν: «Αυτός ο τύπος με είχε αφήσει άφωνο. Έφερε από την Αμερική ένα αεροπλάνο γεμάτο με όργανα γυμναστικής. Ποιο γυμναστήριο στην Ελλάδα έχει τα περισσότερα; Ε λοιπόν δεν συγκρίνεται με αυτά που ήρθαν από την Αμερική και εγκαταστάθηκαν σε κτίριο για χάρη του. Ο άνθρωπος κοιμόταν τρεις ώρες την ημέρα. Τις υπόλοιπες εργαζόταν, έτρωγε συγκεκριμένα γεύματα, έκανε διατροφή και τις υπόλοιπες γυμναζόταν. Μιλάμε για φαινόμενο. Η σχέση μας ήταν τυπική και εξελίχθηκε σε αμοιβαία εκτίμηση. Ο Σταλόνε είχε συνεργαστεί με έναν ξένο Αιγύπτιο ηθοποιό, με τον οποίο δεν τα πήγαν καλά. Εστί ήταν προκατειλημμένος αρνητικά και για εμένα. Τον πιάνω λοιπόν και του λέω: «Εγώ είμαι ο Σπύρος Φωκάς. Μην τα μπερδεύεις». Ε, αυτό ήταν. Δουλέψαμε άψογα».
Οι γυναίκες στην καριέρα και στη ζωή του
Οι γυναίκες διαδραμάτισαν, μοιραία, κομβικό ρόλο στη ζωή του Σπύρου Φωκά. Παρότι περιζήτητος ζεν πρεμιέ, φρόντιζε πάντα να δείχνει τον σεβασμό που έτρεφε για το γυναικείο φύλο ενώ στις προσωπικές του σχέσεις υπήρξε, όπως ο ίδιος έχει εξομολογηθεί, πιστός.
Από τις διάσημες συναδέλφους του η μεγάλη του αδυναμία υπήρξε η Σοφία Λόρεν. «Ήταν το απόλυτο θηλυκό» έλεγε για εκείνη με περίσσιο θαυμασμό ενώ για την Λάιζα Μινέλι, με την οποία συνεργάστηκε στην ταινία του πατέρα της Βίνσεντ Μινέλι «Όταν μια γυναίκα θέλει», είχε δηλώσει: «Αυτό το ασχημόπαπο είναι το γοητευτικότερο πλάσμα στον κόσμο. Δεύτερη δεν υπάρχει!». Την Κλαούντια Καρντινάλε πάλι την περιέγραφε ως «ένα γλυκύτατο κορίτσι, απλό και χαριτωμένο».
Αν και θα φανταζόταν κανείς ότι ένας τόσο γοητευτικός και επιτυχημένος άνδρας θα είχε συνάψει πολλές ερωτικές σχέσεις στην προσωπική του ζωή, ο Σπύρος Φωκάς δεν ακολούθησε αυτό το μοντέλο: «Είχα τέσσερις γυναίκες στη ζωή μου και τις παντρεύτηκα όλες. Α, και μια γκόμενα. Πέντε σύνολο» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος καταρρίπτοντας, προς τιμήν του, το πρότυπο του γόη που αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα.
Έκανε τον πρώτο του γάμο, σε ηλικία μόλις 21 ετών, με την Νία Λιβαδά. Οι δυο τους έζησαν μαζί για δέκα χρόνια στην Ιταλία την περίοδο που ο ηθοποιός δούλευε εκεί. Μια δεκαετία διήρκησε τόσο ο δεύτερος γάμος του με μια γυναίκα η οποία εργαζόταν ως αεροσυνοδός στην Ολυμπιακή Αεροπορία όσο και ο τρίτος με την Ελληνοαμερικανίδα Ρενέ Πάπας. Αυτή ήταν και η μοναδική γυναίκα για την οποία είχε εκφραστεί αρνητικά δημοσίως χαρακτηρίζοντάς την «περίπτωση Αλ Καπόνε».
Ο Σπύρος Φωκάς είχε ωστόσο την τύχη να βρίσκεται στο πλευρό του, τα τελευταία δύσκολα χρόνια της ζωής του, η Λίλιαν Παναγιωτοπούλου που στάθηκε βράχος δίπλα του, ακούραστη και γεμάτη αγάπη, στις επαναλαμβανόμενες σοβαρές περιπέτειες της υγείας του αλλά και στα ασφυκτικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε όσο ζούσαν μαζί στην Κόρινθο. Προφανώς και είχε βγάλει αρκετά χρήματα από τη δουλειά του αλλά το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του πήγε στις πρώην συζύγους του. Στο μεταξύ, από ένα σημείο και μετά και παρά την διεθνή επιτυχία του οι προτάσεις στην Ελλάδα ούτε πολλές ήταν ούτε καλοπληρωμένες: «Πληρώνω το γεγονός ότι έκανα καριέρα έξω (όπως και όλοι όσοι έφυγαν), ότι με ζήτησε το Χόλιγουντ ¬ λες και έκανα έγκλημα, λες και δεν γεννήθηκα στην Πάτρα…» δήλωνε ο ίδιος με πικρία.
πηγή: protothema.gr