Παγώνη: Επιθετικός μύκητας ο Candida Auris – Σκοτώνει 6 στους 10 στο εξωτερικό
«Βόμβα» μεγατόνων έριξε χθες ο λοιμωξιολόγος Νίκος Σύψας, ο οποίος μίλησε για την απειλή από ενδονοσοκομειακά μικρόβια που έχουν αναπτύξει απίστευτες αντοχές, μεταξύ αυτών και ο Candida Auris, ένας πανίσχυρος μύκητας που σύμφωνα με τον καθηγητή είναι ήδη στα νοσοκομεία μας.
Στην εκπομπή Κοινωνία Ώρα MEGA μίλησε σχετικά η πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ, Ματίνα Παγώνη, εξηγώντας τι συμβαίνει με τον συγκεκριμένο μύκητα.
«Αυτό το στέλεχος δεν είναι τώρα, το γνωρίζουμε από το 2009, στην Ιαπωνία εμφανίστηκε πρώτη φορά, μάλιστα η καλλιέργεια έγινε στο αυτί ενός Ιάπωνα. Τα τελευταία χρόνια όντως υπάρχει αυτό το στέλεχος, όντως είναι επιθετικό στέλεχος και πρέπει γρήγορα να γίνεται η ταυτοποίηση, ώστε να πάρει τη θεραπευτική αγωγή που πρέπει ο ασθενής για να μπορέσει να το αντιμετωπίσει», ανέφερε αρχικά η κ. Παγώνη.
Πρόσθεσε ότι το στέλεχος αυτό απαντάται σε νοσοκομεία και ιδιαίτερα σε μονάδες εντατικής θεραπείας, ενώ εξήγησε πως, παρότι είναι δύσκολο στέλεχος, αν γίνει γρήγορα η ταυτοποίησή του μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Ωστόσο, τόνισε πως ο Candida Auris έχει μεγάλη θνησιμότητα. «Εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν έχουμε ακριβή ποσοστά, στο εξωτερικό έχει πολύ μεγάλα ποσοστά, 6 στους 10. Εάν όμως η ταυτοποίηση γίνει γρήγορα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Γι΄αυτό επιμένουμε στο θέμα της ταυτοποίησης του στελέχους», υπογράμμισε.
Ο μήκυτας αυτός θεωρείται επικίνδυνος μελλοντικά για τρεις κύριους λόγους:
1. Εμφανίζει συχνά αντοχή σε αντιμυκητικά φάρμακα, όπως οι αζόλες, ή και σε άλλες κατηγορίες αντιμυκητικών, όπως οι εχινοκανδίνες και η αμφοτερικίνη Β.
2. Η ταυτοποίηση του ζυμομύκητα εμφανίζει δυσκολίες με τις συνήθεις εργαστηριακές μεθόδους. Η εσφαλμένη ταυτοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε ακατάλληλη διαχείριση και θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών.
3. Επειδή Candida auris προκαλεί όλο και συχνότερα επιδημίες σε μονάδες υγειονομικής περίθαλψης, η έγκαιρη ανίχνευσή της είναι σημαντική, ώστε να ληφθούν ειδικά μέτρα για την πρόληψη της διασποράς.
Στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η πρώτη απομόνωση του μύκητα ήταν το 2019, και έκτοτε απομονώνονται με αυξανόμενη συχνότητα στελέχη C. auris από διεισδυτικές λοιμώξεις (καντινταιμίες), σε βαρέως πάσχοντες με μακροχρόνιες νοσηλείες και παρουσία ενδαγγειακών καθετήρων.
Επίσης ο μύκητας έχει απομονωθεί από δείγματα αποικισμού ασθενών και προσωπικού, καθώς και από περιβαλλοντικά δείγματα από επιφάνειες, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, στο οποίο αποστέλλονται δείγματα από νοσοκομεία όλης της χώρας για έλεγχο ταυτοποίησης και ευαισθησίας.
Η εξέλιξη στα θηλαστικά είναι δύσκολο να παρατηρηθεί μέσα στην μακρά πορεία τους στα χρόνια, αλλά στην περίπτωση των μυκήτων, των βακτηρίων και των παρασίτων, η εξέλιξη συμβαίνει αιφνίδια και προκαλεί θάνατο και σοβαρές επιπλοκές.
Η αντοχή στα φάρμακα είναι μια φυσική συνέπεια της χρήσης φαρμάκων για λοιμώδη νοσήματα. Το πρόβλημα έχει φτάσει σε επιδημιολογικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια και έχει επισημανθεί ως μία από τις σοβαρότερες απειλές της σύγχρονης ιατρικής από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας.
Οι εστίες
Οι εστίες αυτού του μύκητα εμφανίζονται σχεδόν πάντα σε νοσοκομεία ή σε γηροκομεία. Επιπλέον, μπορεί να είναι πολύ σοβαρές οι επιπτώσεις του, ακόμα και να οδηγήσουν σε σημείο της σήψης. Δηλαδή, η εξάπλωση της λοίμωξης από το αίμα του ασθενούς.
Οι ερευνητές υπέθεσαν ότι ζώντας σε νοσοκομεία, έγιναν ανθεκτικοί στη φαρμακευτική αγωγή. Δείγματα από πατώματα νοσοκομείου, έπιπλα από αίθουσες κλινικών, ακόμη και υπολογιστές βρέθηκαν θετικά στον Candida auris.
Αφού επιβεβαίωσαν την πρώτη περίπτωση Candida auris το 2009, οι ερευνητές αναγνώρισαν ότι προηγούμενες μη αναγνωρισμένες λοιμώξεις οφείλονταν πιθανώς σε αυτό το παθογόνο. Μία περίπτωση συγκεκριμένα από το 2008, επίσης στη Νότια Κορέα, θα μπορούσε να ήταν από αυτόν.
Από εκεί, οι επιστήμονες καταμέτρησαν περιπτώσεις στην Ινδία, τη Νότια Αφρική, τη Βενεζουέλα, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι δύο τελευταίες χώρες, μαζί με την Ισπανία και την Κολομβία, το αναγνώρισαν ως μύκητα το 2016.
Η ανακοίνωση του ΕΟΔΥ:
Ανησυχία προκάλεσαν δημοσιεύματα σχετικά με το παθογόνο Candida auris στα νοσοκομεία της χώρας με τον ΕΟΔΥ να εκδίδει ανακοίνωση επισημαίνοντας πως «η μετάδοση του εν λόγω παθογόνου δεν αποτελεί πρόβλημα δημόσιας υγείας στην κοινότητα (εξω-νοσοκομειακό περιβάλλον)».
Ωστόσο, διευκρινίζεται πως οι λοιμώξεις από Candida auris, αποτελούν υποχρεωτικώς δηλούμενα νοσήματα.
Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ η Candida auris αποτελεί μύκητα που δυνητικά μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη σε σοβαρά πάσχοντες, όπως είναι οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς στις ΜΕΘ με μακρά συνήθως νοσηλεία και οι οποίοι κατά κανόνα φέρουν ξένα σώματα (π.χ. καθετήρες).
Ο συγκεκριμένος μύκητας επιμολύνει τις επιφάνειες στο χώρο του νοσοκομείου και οι ασθενείς μπορεί να αποτελέσουν φορείς του παθογόνου κατόπιν αποικισμού του γαστρεντερικού συστήματός τους. Κατά συνέπεια, για την πρόληψη των λοιμώξεων από Candida auris, όπως και για την πρόληψη των νοσοκομειακών λοιμώξεων εν τω συνόλω, η υγιεινή των χεριών από τα μέλη του προσωπικού, ο σχολαστικός καθαρισμός των επιφανειών και η εφαρμογή ορθών πρακτικών στη διαχείριση των ασθενών είναι πρωταρχικής σημασίας.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση ο ΕΟΔΥ ως ο αρμόδιος φορέας για την επιδημιολογική επιτήρηση των λοιμώξεων στη χώρα μας έχει διερευνήσει και συνδράμει στην εφαρμογή περιοριστικών μέτρων σε νοσοκομεία που δήλωσαν περιπτώσεις αποικισμού ή λοιμώξεις από Candida auris σε συνεργασία με τις επιτροπές λοιμώξεων. Η διερεύνηση είχε ως αποτέλεσμα ο ΕΟΔΥ να εισηγηθεί την καθολική επιτήρηση του αποικισμού και της λοίμωξης από Candida auris σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας.
Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατο ΦΕΚ του Υπουργείου Υγείας (1665/07-04-2022), οι νοσοκομειακές λοιμώξεις, μεταξύ των οποίων και οι λοιμώξεις από Candida auris, αποτελούν υποχρεωτικώς δηλούμενα νοσήματα.
Σημειώνεται ότι, τους τελευταίους μήνες ο ΕΟΔΥ έχει ξεκινήσει εντατική καταγραφή της επίπτωσης των νοσοκομειακών λοιμώξεων στη χώρα μας μετά από τα δύο τελευταία απαιτητικά χρόνια για τις υπηρεσίες υγείας λόγω της πανδημίας COVID-19. Η καταγραφή και η εκτίμηση κινδύνου για τα επιμέρους παθογόνα πραγματοποιείται με βάση τα διεθνή πρωτόκολλα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων.
Εν κατακλείδι, η βελτίωση της καταγραφής των νοσοκομειακών λοιμώξεων συνολικά και όχι αποσπασματικά, με βάση ένα καθολικό σύστημα υποχρεωτικής δήλωσης, με τη χρήση κοινών μεθόδων καταγραφής και αποτύπωσης των δεδομένων, αποτελεί βασική προτεραιότητα του ΕΟΔΥ.
Το προσεχές διάστημα τα δεδομένα της συστηματικής καταγραφής του ΕΟΔΥ θα είναι διαθέσιμα στην επιστημονική κοινότητα και στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας για τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων και τη χάραξη εθνικών στρατηγικών μείωσης των
νοσοκομειακών λοιμώξεων στα νοσοκομεία της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του αποικισμού και της λοίμωξης από Candida auris.