Το κορίτσι που έπεσε με αεροπλάνο από τα 10.000 πόδια χωρίς αλεξίπτωτο και επέζησε

Η απίστευτη ιστορία της Γιουλιάνε Κέπκε, 70 ετών σήμερα, είναι παράδειγμα επιβίωσης στις πιο ακραίες συνθήκες. Έγινε ακόμα και ταινία από τον Βέρνερ Χέρτζογκ
Στις 24 Δεκεμβρίου του 1971 η 17χρονη μαθήτρια Λυκείου ταξίδευε με τη μητέρα της, Μαρία, από τη Λίμα με προορισμό την Πουκάλπα του Περού, με σκοπό να συναντήσει τον πατέρα της, που εργαζόταν εκεί ως βιολόγος.
Η πτήση 508 της LANSA πετούσε 3,2 χιλιόμετρα πάνω από τροπικό δάσος του Αμαζονίου όταν βρέθηκε σε πολύ κακές καιρικές συνθήκες. Κατάμαυρα σύννεφα, συνεχείς αναταράξεις και κεραυνοί δημιούργησαν ένα σκηνικό τρόμου, μέχρι που ένας από τους κεραυνούς χτύπησε κατευθείαν τη δεξαμενή καυσίμων στο δεξί φτερό του αεροπλάνου. Παρότι αυτή δεν ανατινάχθηκε, το χτύπημα ήταν τόσο ισχυρό που το δεξί φτερό αποκολλήθηκε από το σώμα του αεροσκάφους, με φυσική συνέπεια να αρχίσουν όλα (σαν ντόμινο) να διαλύονται στον αέρα.
«Όταν είδα ένα πολύ δυνατό φως στον εξωτερικό κινητήρα του αεροπλάνου, η μητέρα μου είπε ήρεμα: “Ήρθε το τέλος, τελείωσαν όλα”. Αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις που άκουσα από εκείνη» θυμόταν χρόνια αργότερα η Γιουλιάνε στο BBC.
Αμέσως το αεροπλάνο άρχισε να πέφτει και η καμπίνα να διαλύεται. Η Γιουλιάνε, προσδεμένη ακόμα στο κάθισμά της, βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση στον αέρα, από τα 3.000 μέτρα. «Το ψιθύρισμα του ανέμου ήταν το μοναδικό πράγμα που άκουγα. Ένιωθα απόλυτα μόνη».
Το επόμενο πράγμα που θυμάται η Γιουλιάνε Κέπκε είναι να ξυπνάει μέσα στο δάσος, δεμένη ακόμα στη θέση της και γύρω της να πέφτουν από τον ουρανό Χριστουγεννιάτικα δώρα. Η κλείδα της ήταν σπασμένη, το χέρι της τραυματισμένο και το δεξί της μάτι κλειστό λόγω πρηξίματος, αλλά ήταν ζωντανή.

Αφού περιπλανήθηκε για λίγο στα συντρίμμια προσπαθώντας ανεπιτυχώς να βρει τη μητέρα της, έβαλε στην τσέπη της ένα κουτί καραμέλες που βρήκε εύκαιρο και πήρε την πιο σοφή απόφαση της ζωής της: Να φύγει από εκεί και να ψάξει για βοήθεια.
«Φώναξα το όνομα της μητέρας μου αλλά το μόνο που άκουσα ήταν οι ήχοι της ζούγκλας».
Η 17χρονη είχε μάθει από τους γονείς της ότι όταν βρίσκεσαι σε κατάσταση κινδύνου σε τέτοιο περιβάλλον, αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να ψάξεις για πηγή νερού και να την ακολουθήσεις. Τα ποτάμια που συναντούσε ήταν η σωτηρία και ο δρόμος της.
Στη διάρκεια της ημέρας κολυμπούσε στο ποτάμι. Όταν έπεφτε η νύχτα έβγαινε στην όχθη για να ξεκουραστεί, αν και ο ύπνος ήταν δύσκολος, με τα τροπικά έντομα να δαγκώνουν τις πληγές της προκαλώντας της αφόρητο πόνο.
«Άκουγα αεροπλάνα να πετούν στον ουρανό αναζητώντας τα συντρίμμια αλλά το δάσος ήταν πολύ πυκνό και δεν μπορούσα να τα δω. Φορούσα ένα πολύ κοντό, αμάνικο φόρεμα και λεπτά σανδάλια. Είχα χάσει το ένα παπούτσι μου αλλά κρατούσα το άλλο γιατί έχω μεγάλη μυωπία και είχα χάσει τα γυαλιά μου. Χρησιμοποιούσα λοιπόν εκείνο το παπούτσι να ελέγχω το έδαφος καθώς περπατούσα. Στη ζούγκλα τα φίδια δεν ξεχωρίζουν από το περιβάλλον, μοιάζουν με ξερά φύλλα. Ήμουν τυχερή που δεν συνάντησα κανένα».
Την τέταρτη μέρα της περιπλάνησής της, συνάντησε πτώματα θυμάτων του αεροπορικού δυστυχήματος. «Νόμισα ότι η μητέρα μου ήταν ένα από αυτά αλλά όταν άγγιξα με ένα ξύλο το σώμα που της έμοιαζε, είδα ότι τα νύχια των ποδιών της ήταν βαμμένα – η μητέρα μου ποτέ δεν έβαφε τα νύχια της. Αμέσως ανακουφίστηκα αλλά μετά ένιωσα ντροπή για εκείνη τη σκέψη».
Εννέα μέρες βασανιστικής πεζοπορίας, αποφυγής κροκόδειλων, φιδιών και αγρύπνιας αργότερα, η 17χρονη κατάφερε να φτάσει στην ακτή του ποταμού Σεμπόνια. Εκεί βρήκε τη μηχανή μιας βάρκας, από την οποία άντλησε τη βενζίνη και με αυτή απολύμανε την πληγή στο χέρι της η οποία είχε γεμίσει με σκουλήκια και τσιμπήματα εντόμων.
Μέχρι τη δέκατη μέρα, δεν μπορούσε πλέον να σταθεί όρθια και σερνόταν κατά μήκος ενός μεγάλου ποταμού που βρήκε στο δρόμο της. «Ένιωθα τόσο μόνη, σαν να ήμουν σε ένα παράλληλο σύμπαν μακριά από οποιοδήποτε ανθρώπινο ον. Νόμισα ότι είχα παραισθήσεις όταν είδα ένα πολύ μεγάλο πλοίο. Όταν πήγα να το αγγίξω και συνειδητοποίησα ότι ήταν αληθινό, έμοιαζε με ένεση αδρεναλίνης».
Την επόμενη μέρα ξυλοκόποι που σύχναζαν στην περιοχή, την βρήκαν. Αφού της έδωσαν φαγητό και τις πρώτες βοήθειες, κατόρθωσαν την επομένη να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο της Πουκάλπα. Είχε σωθεί. Η μόνη από τους 86 επιβάτες και το εξαμελές πλήρωμα που τα κατάφερε.
«Ήταν σαν να ακούω τις φωνές αγγέλων. Μόλις με είδαν νόμισαν ότι ήμουν κάποιο είδος θεάς του νερού – ηρωίδα από έναν τοπικό θρύλο, υβρίδιο δελφινιού και ξανθιάς, λευκής γυναίκας. Τους συστήθηκα στα ισπανικά και τους εξήγησα τι είχε συμβεί. Περιποιήθηκαν τις πληγές μου, μου έδωσαν να φάω και την επόμενη μέρα με πήγαν πίσω στον πολιτισμό. Τότε είδα τον πατέρα μου. Είχε χάσει τη φωνή του τις πρώτες στιγμές, απλά κρατούσαμε αγκαλιά ο ένας τον άλλον».

Το πτώμα της μητέρας της βρέθηκε περίπου είκοσι μέρες μετά το ατύχημα. Η Γιουλιάνε ήταν η μόνη επιζήσασα από τους 93 επιβάτες του αεροπλάνου. «Αργότερα ανακάλυψα ότι είχε επιζήσει κι εκείνη από την πτώση αλλά ήταν σοβαρά τραυματισμένη και δεν μπορούσε να κινηθεί. Πέθανε μέρες μετά. Τρέμω κάθε φορά που σκέφτομαι τις τελευταίες της μέρες».
Η Κέπκε επέστρεψε στο σημείο της πτώσης του αεροπλάνου το 1998, ενώ το 2010 δήλωσε ότι «έβλεπα εφιάλτες για πολλά χρόνια, έχοντας ταυτοχρόνως να αντιμετωπίσω τη θλίψη για την απώλεια της μητέρας μου. Η σκέψη “γιατί ήμουν η μοναδική επιζήσασα;” με στοιχειώνει. Και θα με στοιχειώνει για πάντα».


Η περιπέτεια της Γιουλιάνε παρουσιάστηκε σε διάφορες ταινίες, μια από τις οποίες σκηνοθετήθηκε από τον σπουδαίο σκηνοθέτη και ντοκιμαντερίστα Βέρνερ Χέρτζογκ (ο οποίος μάλιστα -ώ ειρωνεία της τύχης!- είχε κλείσει θέση στη μοιραία εκείνη πτήση της παραμονής των Χριστουγέννων του 1971, αλλά την ακύρωσε την τελευταία στιγμή), με τίτλο «Wings of Hope».
Δείτε την ιστορία της στο παρακάτω βίντεο:
(με πληροφορίες από: womantoc.gr, makeleio.gr)