“Τα παιδιά του Πειραιά”: Η ιστορία του τραγουδιού που ο Χατζιδάκις πούλησε για να φτιάξει τα δόντια του
Η ταινία Ποτέ την Κυριακή είναι ένα από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά έργα της δεκαετίας του 1960, η οποία άφησε ανεξίτηλο στίγμα στον ελληνικό κινηματογράφο και το παγκόσμιο σινεμά
Σκηνοθετημένη και γραμμένη από τον Αμερικανό δημιουργό Ζυλ Ντασσέν η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία διεθνώς, ενώ ανέδειξε και το μοναδικό ταλέντο της Μελίνας Μερκούρη, η οποία ενσάρκωσε την πρωταγωνίστρια Ίλια με ιδιαίτερη ζωντάνια και αυθεντικότητα.
Η ιστορία εξελίσσεται στον Πειραιά, όπου η Ίλια, μια ανεξάρτητη και χαρούμενη πόρνη, ζει μια ανέμελη ζωή γεμάτη τραγούδι και χορό. Έχει όμως κάτι που την κάνει να διαφέρει από τις άλλες πόρνες του λιμανιού. Η Ίλια όχι μόνο διαλέγει τους πελάτες της, αλλά όταν έχει παραστάσεις το Ελληνικό Φεστιβάλ και όταν είναι Κυριακή δεν δέχεται ποτέ πελάτες. Από εδώ προκύπτει και ο τίτλος της ταινίας άλλωστε.
Κάπου τότε ένας Αμερικανός φιλόσοφος, ο Όμηρος (ερμηνευμένος από τον ίδιο τον Ζυλ Ντασσέν), φτάνει στην Ελλάδα με σκοπό να ανακαλύψει την αλήθεια και την ηθική πίσω από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, θεωρώντας πως η σύγχρονη κοινωνία έχει ξεφύγει από τις αξίες της αρχαίας Ελλάδας. Όταν γνωρίζει την Ίλια, αποφασίζει να τη “σώσει” από τη ζωή που ζει. Παρ’ όλα αυτά, η Ίλια αποδεικνύεται απρόθυμη να εγκαταλείψει τον τρόπο ζωής της, αφού βρίσκει χαρά και αυτονομία σε αυτόν.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να αλλάξεις κάτι, να το κάνεις κάτι αλλιώτικο από αυτό που είναι πραγματικά. Ακόμη και αν έχεις καλή πρόθεση και αρεστά μέσα, το λάθος είναι ένα… η αλλαγή», ανέφερε ο Ζιλ Ντασέν αργότερα, σε συνέντευξή του για την ταινία.
Η ταινία ήταν χαμηλού προϋπολογισμού σε σχέση με τους εμπορικούς στόχους που είχε θέσει. Οι πληροφορίες λένε ότι το budget ήταν 151.000 δολάρια, ωστόσο απέφερε έσοδα 8 εκατ. δολαρίων διεθνώς. Στη χώρα μας έκοψε 184.524 εισιτήρια.
Στο Φεστιβάλ των Καννών το 1960, το «Ποτέ την Κυριακή» ήταν υποψήφιο για τον Χρυσό Φοίνικα, αλλά τελικά κέρδισε μόνο το βραβείο πρώτου Γυναικείου Ρόλου που απονεμήθηκε στην Μελίνα Μερκούρη, η οποία μοιράστηκε το βραβείο με τη Ζαν Μορό του «Μοντεράτο Καντάμπιλε». Περισσότερο και από το βραβείο ερμηνείας της Μελίνας Μερκούρη για την Ίλια, εκείνο που πέρασε στην ιστορία του 13ου Φεστιβάλ των Καννών ήταν το γλέντι που ακολούθησε. Όπως αναφέρει το wikipedia, «πολλά θρυλούνται για εκείνη τη βραδιά και άλλα τόσα μετέφεραν οι δημοσιογράφοι της εποχής: τον Ντασέν να χορεύει χασάπικο πάνω σε τραπέζι, τον Γιώργο Φούντα να μαθαίνει ζεϊμπέκικο στη Χάγια Χαραρίτ, τη Μπέτσι Μπλερ να ακολουθεί στο τσα-τσα το Μάνο Χατζιδάκι και τον Ζορζ Σιμενόν να βγάζει την πίπα και να φωνάζει “κούκλα, να ζήσεις” στη Μελίνα Μερκούρη».
Τα Παιδιά του Πειραιά που δεν άρεσαν στον Χατζιδάκι
«Τα παιδιά του Πειραιά» γράφτηκαν με την βοήθεια του Γ. Ζαμπέτα. Στην αυθεντική ελληνική τους έκδοση οι στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν και αυτοί από τον Μάνο Χατζιδάκι μέσα σε ένα αυτοκίνητο που τον πήγαινε στο στούντιο να ηχογραφήσει τα τραγούδια για την ταινία και παρουσιάστηκαν για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Η πρώτη ερμηνεία του τραγουδιού έγινε από την Πόλυ Πάνου και αργότερα έγινε γνωστό με την ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη.
Οι στίχοι στα ελληνικά (όσο και η γερμανική, ιταλική και γαλλική μετάφρασή τους) αναφέρονται στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της ταινίας, την Ίλια.
Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν έχανε ευκαιρία να το απαξιώνει το τραγούδι. Είχε «μπουχτίσει» τόσο πολύ με την εμπορευματοποίηση του μουσικού θέματος της ταινίας, που πούλησε χωρίς δεύτερη κουβέντα τα δικαιώματά του και με τα χρήματα που εισέπραξε.. έφτιαξε τα δόντια του!
«Εσύ [απευθυνόμενος στην Μελίνα] με τον Ντασέν κάνατε το Ποτέ την Κυριακή. Πριν μπω εγώ στο παιχνίδι σας είχαν τελειώσει τα χρήματα και με φωνάζετε να κάνω τη μουσική. Εγώ ανταποκρίνομαι και κάνω τη μουσική για το έργο… Κάναμε ένα τραγούδι για την σκηνή εκείνη που έπρεπε. Τώρα όλα αυτά, με τη μεγάλη επιτυχία και με τα διαφορετικά λόγια, με το Ένα καράβι έρχεται στα γερμανικά, η ερμηνεία του στα αγγλικά κλπ., ούτε μου ανήκει ούτε θέλω να έχω καμία σχέση. Είναι κάτι πέρα από τις προθέσεις μου και μάλιστα πιστεύω ότι η επιτυχία του στις Κάννες το 1961, αν δεν απατώμαι, και αυτό έγινε ένα τραγούδι τουριστικής ατραξιόν, ένα τραγούδι με χαβάγιες, με αυτά που έχουν στη Χαβάη, ένα τραγούδι πέρα από το περιεχόμενο, πέρα από τη συγκίνηση, που μπορούσε να το λέει ο καθένας στο οποιοδήποτε καμπαρέ… Δεν είναι η αξία του αυτή. Μου στέρησε την δυνατότητα να έχω τη σωστή επαφή με τον κόσμο και ο κόσμος εισέπραττε κάτι που ήταν απέξω από το τραγούδι και όχι από μέσα.»
Για την γέννηση του τραγουδιού γράφει η Μελίνα Μερκούρη στην αυτοβιογραφία της «Γεννήθηκα Ελληνίδα»:
“Ήρθε η μέρα της ηχογράφησης. Οι μουσικοί ήταν συγκεντρωμένοι κι ο Μάνος ήρθε. Είναι ένας άνθρωπος που ζυγίζει πάνω από εκατό κιλά αλλά οι κινήσεις του έχουν ελαφράδα φτερού. Ο Τζούλυ ζήτησε να δει την παρτιτούρα. Ο Μάνος τον κοίταξε ανέκφραστα. Δεν υπήρχε παρτιτούρα. Ο Τζούλυ χλώμιασε.
«Είχες μήνες για να ετοιμαστείς».
«Μα είμαι έτοιμος».
Έβγαλε λίγα κομμάτια χαρτί απ’ την τσέπη του κι ένα κουτί από τσιγάρα όπου ήταν γραμμένες λίγες νότες και πήγε στο πιάνο. Φώναξε στον ντράμερ: «Ένα-δύο, ένα-δύο, ένα-δύο-τρία!» Ο ντράμερ έπιασε το ρυθμό.
Ο Μάνος αυτοσχεδίασε ένα μικρό μοτίβο. Δεν του άρεσε. Δοκίμασε έναν δεύτερο. Ο Τζούλυ ήταν πιο χλωμός παρά ποτέ. Τον πήρα απ’ το μπράτσο και τον οδήγησα σε μια καρέκλα.
«Ηρέμησε, αγάπη μου. Ο Μάνος θ’ αυτοσχεδιάσει τη μουσική υπόκρουση».
«Θεέ μου». Ήταν ο Ροζέ Ντουάιρ, ο μοντέρ μας. «Για φανταστείτε να είχαμε μια συμφωνική ορχήστρα και να την πληρώναμε για να κάθεται να περιμένει ν’ αυτοσχεδιάσει τη μουσική υπόκρουση!» Ο Ροζέ ήταν Γάλλος σκωτσέζικης καταγωγής. Κι ο πραγματιστής κι ο Καρτεσιανός έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα. Ο Τζούλυ που είχε φτάσει στο σημείο να μετράει δεκάρες, συμφώνησε κουνώντας βουβά το κεφάλι του.
Πήρα το χέρι του.
«Τζούλυ, αυτοί οι μουσικοί είναι οι καλύτεροι στην Ελλάδα. Καθένας τους είναι βιρτουόζος αλλά κανένας τους δεν ξέρει να διαβάσει μουσική. Ο Μάνος δεν τους γράφει μουσική. Τους την παίζει».
Ο Μάνος βρήκε ένα θέμα που του άρεσε. Στράφηκε στον Τζούλυ. Ο Τζούλυ χαμογέλασε για πρώτη φορά. Ο Μάνος έπαιξε το θέμα ξανά. Ξανά και ξανά. Τώρα το πρώτο μπουζούκι το είχε στ ’ αυτιά του. Συνέχισε να παίζει. Ο κιθαρίστας συνέχισε να κρατάει το ρυθμό. Ύστερα ο Μάνος έπαιξε την αρμονία για το δεύτερο μπουζούκι. Το ’πιασε αμέσως και σε λίγα λεπτά η μουσική για όλη τη σκηνή είχε σχηματιστεί. Ύστερα μια δεύτερη. Υπήρχε ένα τέλειο πάρε-δώσε ανάμεσα στους μουσικούς και στο συνθέτη, μια τέλεια επικοινωνία. Δημιουργήθηκε τέτοιος ενθουσιασμός ώστε σε λίγο ο Τζούλυ πήδηξε στο πλατώ κι η μέρα έγινε υπέροχη. Λυπηθήκαμε όταν τελείωσε.»
Ο Ζαμπέτας στην δική του αυτοβιογραφία «Γιώργος Ζαμπέτας, Βίος και πολιτεία» αναφέρει:
«Μια μέρα έρχεται ο Σπύρος ο Μερκούρης, ο αδελφός της Μελίνας και μου λέει. σε θέλει ο Μάνος ο Χατζιδάκις. να παίξεις τη μουσική της ταινίας “’Ιλυα”. μετά την είπανε “Ποτέ την Κυριακή”. Την ταινία την είχανε έτοιμη. Ένα μέρος της μουσικής την είχε γράψει με κάτι άλλα μπουζούκια, αλλά δεν τους άρεσε και την σβήσανε, την πετάξανε.
Και φωνάζουνε εμένα να πάω στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας, σε ένα παλιό αρχοντικό, δεν ξέρω ποιανού ήτανε, κάτω αριστερά. Μου δίνει ραντεβού ο Μερκούρης στο Βυζάντιον το καφενείο, με το μπουζούκι μου μαζί, να με πάει στο σπίτι για να ακούσω αυτά που έχει φτιάξει ο Χατζιδάκις. Και πάω στο σπίτι του Χατζιδάκι. Λεωφορείο και μπουζούκι υπό μάλης. Πάω και είναι μέσα μαζεμένοι καμιά πενηνταριά.
Δεν είδα κανέναν εγώ, αλλά με πήρε αμέσως ο Χατζιδάκις μέσα σε ένα δωμάτιο που υπήρχε ένα πιάνο. Ξεβρακώνει το πιάνο και κάθεται ο Μάνος και μου παίζει ‘Τα παιδιά του Πειραιά”. Παίχ’το, παίχ’το, του λέω. Το ξαναπαίζει. Παίχ’το, παίχ’το, ξαναφωνάζω. Το παίζει και τρίτη. Του λέω, σταμάτα τώρα. Κι αρχινάω να γρατζουνάω και να παίζω και να παίζω και να παίζουμε μαζί. Τσίκι-τσίκι το ’παιζα, σε πέντε λεπτά το είχα μάθει.
Τελείωσε Μανόλη, αυτό είναι, τέρμα, αυτό είναι το τραγούδι, κατάλαβα. Τι είναι αυτό. τον ρωτάω, τι είναι αυτό ρε Μανόλη, αυτό δεν είναι τραγούδι Μάνο μου. Είναι φανταστικό πράγμα, δεν μου έχει ξανασυμβεί, να πιάσω στα χέρια μου τέτοιες νότες, τόσα χρόνια παίζω κι ακούω, αλλά αυτό το κομμάτι είναι πολύ μυστήριο, μου μυρίζει πολλά εκατομμύρια… Αυτό βρωμάει εκατομμύρια! Σοβα…γά. μου λέει, έλα μέσα να τους το πεις. Κι ανοίγει την πόρτα και λέει σε όλους, ο…γίστε κύριοι, τι έχει να πει ο Γιώ…γος Ζαμπέτας, ο φίλος μου. Και τους λέω. αυτό που άκουσα είναι εκατομμύρια δίσκοι, δε μιλάμε για χιλιάδες, μιλάμε για εκατομμύρια! Όπως κι έγινε μετά βέβαια. Κι αρχίσανε να με φιλάνε, να μ’ αγκαλιάζουνε. Και πήρανε λοιπόν εμένα στο κόλπο και ξεσκίσαμε.»
Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία του τραγουδιού που έγινε εθνικός ύμνος σε Αραβικό Εμιράτο, πουλήθηκε σαν κόρνα σε αυτοκινητοβιομηχανία ενώ το τραγούδησε ακόμα και η Miss Piggy στο Muppet Show
Η απίστευτη ιστορία με το Όσκαρ:
Και για να τελειώνουμε, όταν τη βραδιά της απονομής των Όσκαρ ανακοινώθηκε ότι ο Χατζιδάκις κέρδισε το Όσκαρ του τραγουδιού, δεν βρέθηκε κανείς, ούτε καν από την εταιρεία παραγωγής τη «United Artist» για να το παραλάβει και μάλιστα αρχίσαν τα αστεία οι παρουσιαστές για το ποιος θα το κρατήσει…
Μετά βέβαια στείλανε το Όσκαρ στο Χατζιδάκι, αλλά το ταχυδρομείο έκανε λάθος και το έστειλε κάπου στη Γιουγκοσλαβία και χάθηκε.
Βεβαίως ξαναεστάλη το αγαλματάκι στο Χατζιδάκι αλλά επειδή εν το μεταξύ έπρεπε να γίνει μια φωτογράφιση για το περιοδικό «Εικόνες» ο Χατζιδάκις φωτογραφήθηκε με την Κατίνα Παξινού κρατώντας που είχε κερδίσει εκείνη το 1943, για το δεύτερο γυναικείο ρόλο στο «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα».
πηγή: dinfo.gr