ΕΛΛΑΔΑΠOΛITIΣMOΣ

Σαν σήμερα 8 Φεβρουαρίου 1972 έφυγε από τη ζωή ο “Πατριάρχης” του ρεμπέτικου Μάρκος Βαμβακάρης

Ο “Πατριάρχης” του ρεμπέτικου δεν κοίταζε ποτέ το κοινό του

Μία αναδρομή στη θυελλώδη ζωή του σπουδαίου Μάρκου Βαμβακάρη που σαν σήμερα πριν από 52 χρόνια έφυγε από τη ζωή.

Εγεννήθηκα στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, στην ωραία Σύρα και συγκεκριμένα σε μια φτωχική συνοικία της Άνω Χώρας ονομαζόμενη Σκαλί το έτος 1905 στις 10 Μαΐου ημέραν Τετάρτη και ώρα τρίτη πρωινή, από γονείς πάμπτωχους. Όνομα πατρός Δομένικος, όνομα μητρός Ελπίδα το γένος Προβελεγγίου. Αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν δυό φτωχοί.

Έτσι ξεκινά την αυτοβιογραφία του ο Πατριάρχης του ρεμπέτικου, Μάρκος Βαμβακάρης που πέθανε σαν σήμερα, 8 Φεβρουαρίου, πριν 52 χρόνια, το 1972, στο διαμέρισμα όπου κατοικούσε στη Νίκαια από νεφρική ανεπάρκεια που του προκάλεσε ο σακχαρώδης διαβήτης. Ο εμβληματικός Συριανός μουσικός είχε δηλώσει πως ήθελε να φύγει «με το μπουζούκι στο χέρι και το τραγούδι στα χείλη».

Ο γιος του, Δομένικος, σε δηλώσεις του αποκάλυψε πως για την κηδεία του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδά της. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος και τραγική ειρωνεία την τραγική αυτή κατάληξη του σπουδαίου αυτού μουσικού που κατάφερε το ακατόρθωτο. Να “ντύσει” μουσικά όλο το φάσμα των ανθρωπίνων συναισθημάτων και να “γεννήσει” ένα μουσικό είδος μέσα τον 20ο αιώνα και αυτό να ενταχθεί αυτόματα στην παράδοσή μας. Τα τραγούδια του παραμένουν ακόμη και σήμερα επίκαιρα και έχουν την τύχη να διασκευάζονται διαρκώς από τις νεώτερες γενιές.

Εν αρχή ην…

Είχε το μικρόβιο της μουσικής καταγεγραμμένο στον γενετικό του κώδικα. Σαν να ήταν προορισμένος να μεγαλουργήσει ενάντια σε κάθε πιθανότητα της ζωής. Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου σε μία πολύ φτωχή αγροτική οικογένεια και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ήταν Φραγκοσυριανός, δηλαδή καθολικός.

Ο παππούς του έγραφε τραγούδια, η μητέρα του τραγουδούσε όμορφα και ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα. Από τα 6 του χρόνια ο μικρός Μάρκος συνόδευε τον τελευταίο παίζοντας τούμπανο σε διάφορα πανηγύρια. Έπαιζε ρυθμούς του συρτού, μπάλους, κρητικά, τα τραγούδια της γκάιντας δηλαδή. Προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία κ.ά.

Δεν εγεννήθηκα κακός ούτε σκέφτηκα ποτές μου να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή μου όπως την έζησα. Kαι γι’ αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο.

Σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης. Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών. Τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. “Τόσο πολύ μου άρεσε ώστε πήρα όρκο πως αν δεν μάθω μπουζούκι, θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκκαλα στο μαγαζί. Λογάριασα το όρκο μου ιερό και απαράβατο” σημειώνει στην αυτοβιογραφία του. Μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. Έγινε όμως και αλκοολικός και χασικλής.

Στα 18 του έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ελένη Μαυρουδή, τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.

Το 1925 κατατάχθηκε στον στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Το 1933, έπειτα από την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, ο Μάρκος φωνογράφησε το πρώτο εμπορικά επιτυχημένο τραγούδι με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, παρ’ όλες τις επιφυλάξεις που είχε για την ποιότητα της φωνής του. Η επιτυχία αυτής της ηχογράφησης σημάδεψε την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, αφού έκτοτε ξεκίνησαν πολλοί μεγάλοι συνθέτες του ρεμπέτικου όπως ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Σπύρος Περιστέρης και ο Παναγιώτης Τούντας να κάνουν ηχογραφήσεις συνοδεία λαϊκής ορχήστρας με μπουζούκια.

Μάρκος Βαμβακάρης – Καραντουζένι

Η πρώτη ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες

Το καλοκαίρι του 1934 συμμετείχε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό -για την εποχή- μουσικό σχήμα «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» στο μαγαζί του Σαραντόπουλου στον Πειραιά. Καθιέρωσε για πρώτη φορά την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία παραμέρισε την προηγούμενη επιτυχημένη λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών που εμφανιζόταν στην ταβέρνα.

Με το μπουζούκι τα έχασα όλα, λέρωσα τ΄ όνομά μου και τα κέρδισα όλα! Το χρήμα όμως δεν τ΄ αγαπάω δηλαδή. Όμως το έχω παράπονο. Όλοι αυτοί οι μεγαλομπουζουξήδες είναι αχάριστοι. Έπρεπε αυτοί κάθε μέρα, να΄ χουνε ένα καντήλι κάτω απ΄ τον Άγιο Μάρκο. Μπορεί να΄ χουνε αξία… Αλλά ήμουνα εγώ πρώτος που έστρωσα το τραπέζι και τους είπε ορίστε καθήστε να φάμε. Εγώ με τόσα λεφτά θα πήγαινα να΄ κανα ένα γηροκομείο, να΄ βαζα μέσα τους φτωχούς και τους φουκαράδες που δεν έχουν που την κεφαλή κλείνει.

Η Φραγκοσυριανή και η επιστροφή στη Σύρο

Η περίοδος λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων, το 1935 έγραψε και φωνογράφησε τη «Φραγκοσυριανή», το γνωστότερο ίσως τραγούδι του, το οποίο όμως έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού: “Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα”:

Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά…

Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.

Η «Ζιγκοάλα», το διαζύγιο, τα πνευματικά δικαιώματα και το ψευδώνυμο

Ο γάμος του με την Ελένη Μαυρουδή δεν προχώρησε. Μάλιστα για αυτήν την ιστορία ο Βαμβακάρης έγραψε αυτοβιογραφικά τραγούδια, όπως «Το διαζύγιο», «Κάποτε ήμουνα κι εγώ», κ.ά.. Η «Ζιγκοάλα» εξακολουθούσε να έχει οικονομικές απαιτήσεις ακόμη και μετά το διαζύγιο. Για να αποφύγει την περίπτωση κατάσχεσης των πνευματικών του δικαιωμάτων λόγω της δικαστικής αντιπαράθεσης που είχε ξεκινήσει, χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το όνομα του παππού του «Ρόκος», ενώ αρκετά τραγούδια του έχουν καταχωρηθεί σε ονόματα φίλων του, όπως του Σπύρου Περιστέρη, του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη, του Μίνωα Μάτσα και άλλων.

50.000 κόσμος στον Λευκό Πύργο για τον Μάρκο- Ούτε μία αναφορά στον Πειραιά

Το 1937 συμβιβάζεται με τη λογοκρισία του καθεστώτος Μεταξά και προσαρμόζει τους στίχους του αφαιρώντας το βαρύ χασικλίδικο ύφος, κάτι που έπειτα από χρόνια αναγνωρίζει ο ίδιος πως ήταν μια δημιουργική μεταστροφή.

Σταδιακά γίνεται τόσο δημοφιλής που στη μια από τις τρεις φορές που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία συγκεντρώθηκε 50.000 κόσμος για να τον ακούσει στην πλατεία του Λευκού Πύργου. Στο τραγούδι «Το 1912» υμνεί τη Θεσσαλονίκη, ενώ παραδόξως έως τότε δεν είχε κάνει ούτε μια αναφορά σε κάποιο τραγούδι του για τον Πειραιά, την πόλη όπου ζούσε και δημιουργούσε.

Η περίοδος αυτή ήταν ίσως και η πιο παραγωγική. Ο Μάρκος γίνεται περιζήτητος. Αφού περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις, άρχισε εμφανίσεις στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαιωάννου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη… Ακόμη και όταν έπαιζε μπροστά σε χιλιάδες κόσμου, δεν κοίταζε ποτέ το κοινό του. Ήταν αφοσιωμένος στη μουσική του και προσηλωμένος στο μπουζούκι του.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έχασαν τη ζωή τους τεράστιες προσωπικότητες της ελληνικής λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής, όπως ο Παναγιώτης Τούντας, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Γιοβάν Τσαούς, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, αλλά κι ο στενός συνεργάτης του Ανέστης Δελιάς. Το 1942, ο Μάρκος Βαμβακάρης παντρεύτηκε παρότι καθολικός με ορθόδοξο γάμο, για δεύτερη φορά την Ευαγγελία Βεργίου, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Τα δύο πέθαναν πρόωρα από τα άλλα τρία, τον Βασίλη, τον Στέλιο και τον Δομένικο, οι δύο τελευταίοι έγιναν γνωστοί μουσικοί).

Ο αφορισμός και η παραμορφωτική αρθρίτιδα

Μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο 1948-1959 περνά σοβαρές περιπέτειες με την υγεία του (παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα) και την οικονομική του κατάσταση, ενώ αφορίζεται από την Καθολική Εκκλησία γιατί παντρεύτηκε τη δεύτερη φορά με ορθόδοξο γάμο.

Όταν επιστρέφει στη μουσική σκηνή, η ελληνική μουσική βιομηχανία, που απαρτίζεται από ανθρώπους που ο Βαμβακάρης έχει βοηθήσει σημαντικά, τον θεωρεί ξεπερασμένο. Οι δισκογραφικές εταιρείες παύουν να τον καλούν για ηχογραφήσεις και τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα τού αρνούνται τη συνεργασία.

Ωστόσο, το 1960, μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρεία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.

Τα ηχογραφημένα τραγούδια του Βαμβακάρη σήμερα υπερβαίνουν τα 200. Η πλειοψηφία ηχογραφήθηκε σε δίσκους 78 στροφών μεταξύ των ετών 1933 και 1956. Από το 1932 μέχρι το 1960 ηχογράφησε 149 τραγούδια δικής του συνθέσεως και 220 ως ερμηνευτής (131 δικά του και 89 άλλων δημιουργών), μεταξύ των οποίων συνθέσεις του Σπύρου Περιστέρη (30 τραγούδια), του Βασίλη Τσιτσάνη (24 τραγούδια), του Αποστόλου Χατζηχρήστου (7 τραγούδια) και άλλων.

Γι’ αυτό όσοι θα διαβάσετε την ιστορία μου, φίλοι ή ξένοι, γνωστοί ή άγνωστοι, και μάλιστα οι γνωστοί μου, να ’ρθείτε και να μου σφίξτε το χέρι και να μου πείτε ένα ανοιχτόκαρδο γεια σου. Nα μου πείτε πως όλα περάσανε, ότι όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Nα μου πείτε πως αν ζούσατε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια θα παθαίνατε και τα ίδια θα κάνατε. 

Tώρα όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν, και την παλιά μου ζωή τη θυμάμαι σαν ένα κακό όνειρο που όταν θα το ιδείς τινάζεσαι από το κρεβάτι σου. Έτσι περίπου τινάζομαι όταν αναπολώ την περασμένη μου ζωή και θυμηθώ τις κακές στιγμές της. Tώρα πια η ζωή μου είναι στρωμένη.

Το αντίο του Τσιτσάνη

Όταν ο Μάρκος Βαμβακάρης πέθανε, ο Βασίλης Τσιτσάνης ο έτερος σπουδαίος και συνεχιστής του λαϊκού και ρεμπέτικού είπε: «Ο ξαφνικός του θάνατος μάς λύπησε αφάνταστα. Ήταν ο πρωτοπόρος του λαικού μας τραγουδιού. Ο γνήσιος και αυθεντικός Μάρκος. Μόνος του έγραφε τους στίχους, μόνος του τη μουσική, μόνος του έπαιζε το απλό και γλυκό μπουζούκι του και ο ίδιος τραγουδούσε με την ωραία και βροντώδη φωνή του. Η μουσική των απλών και πηγαίων τραγουδιών του διακρίνεται για το ελληνικώτατο χρώμα. Με το θάνατό του εξέλιπε μια μεγάλη μορφή του λαϊκού μας τραγουδιού. Όμως ποτέ δεν θα φύγει από την καρδιά μας και ποτέ τα τραγούδια του δεν θα πάψουν να παίζωνται, να τραγουδιούνται και να χορεύονται. Όσο ‘βαριά’ ήταν τα τραγούδια του και οι σκοποί του, τόσο ελαφτό ας είναι το χώμα που θα τον σκεπάζει».

πηγή: news247.gr

Εμφάνιση περισσότερων

Σχετικά άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button