ΔΙΕΘΝΗ

Σαν σήμερα, 31 Αυγούστου, ο απροσδόκητος θάνατος της πριγκίπισσας Νταϊάνα

Το μοιραίο βράδυ και το τροχαίο που σημάδεψε την ιστορία της Βρετανίας

Σαν σήμερα, 31 Αυγούστου, ο απροσδόκητος θάνατος της πριγκίπισσας Νταϊάνα – Το μοιραίο βράδυ και το τροχαίο που σημάδεψε την ιστορία της Βρετανίας 

Το ημερολόγιο έγραφε 31 Αυγούστου 1997, μία ημέρα σαν σήμερα, όταν λίγο μέτα τα μεσάνυχτα, η πιο αγαπητή «γαλαζοαίματη» στον κόσμο, η πριγκίπισσα του λαού, Νταϊάνα της Ουαλίας, φεύγει από το ξενοδοχεία Ritz του Παρισιού με κατεύθυνση το ιδιωτικό, υπερπολυτελές διαμέρισμα του τελευταίου συντρόφου της Ντόντι Αλ Φαγιέτ στη γαλλική πρωτεύουσα.

Το ζευγάρι βρισκόταν ήδη δέκα ημέρες στη Γαλλία για διακοπές στη γαλλική ριβιέρα και κατέληξαν στο Παρίσι όπου από την πρώτη στιγμή επιδόθηκαν σε ένα τρελό κυνήγι με τους παπαράτσι, που άρχισαν να τρέχουν πίσω τους μόλις έγινε γνωστή η άφιξη τους στην Πόλη του Φωτός.

Το μοιραίο βράδυ πριν το τέλος

Η Νταϊάνα και ο δισεκατομμυριούχος Αλ Φαγιέτ είχαν υπάρξει για μήνες κεντρικό θέμα στα διεθνή ταμπλοίντ ως «το νέο ζευγάρι το παγκόσμιου τζετ σετ» με τα περιοδικά και τις εφημερίδες να παρακολουθούν κάθε τους κίνηση.

Ταυτόχρονα, σύμφωνα με βιογράφους του παλατιού, η Ελισάβετ, πίσω στην Αγγλία, αισθανόταν ότι χάνει τον έλεγχο της κατάστασης.

Το 1997 δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος στον κόσμο που να μην αναγνώριζε την Νταϊάνα, την 36χρονη γυναίκα που θα γινόταν βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας αν δεν είχε αποφασίσει δύο χρόνια νωρίτερα να πάρει διαζύγιο από τον διάδοχο του βρετανικού θρόνου, την πιο πολυφωτογραφημένη γυναίκα στον πλανήτη για περίπου δύο δεκαετίες.

Για το λόγο αυτό εκείνη τη νύχτα, στις 31 Αυγούστου, το ζευγάρι είχε δειπνήσει σε μία ιδιωτική αίθουσα του ξενοδοχείου Ritz όπου παρόντες ήταν μόνο οι σωματοφύλακες τους.

Αργότερα το ίδιο βράδυ το ζευγάρι ανέβηκε στη σουίτα του ξενοδοχείου όπου διέμενε και στις 12:01 ακριβώς βγήκαν μαζί στον διάδρομο και προχώρησαν προς τους ανελκυστήρες του Ritz.

Κάποια βασιλικά δημοσιεύματα υποστηρίζουν ότι στο διάστημα που η Νταϊάνα παρέμεινε στο δωμάτιο της προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον πρώην σύντροφό της, τον Πακιστανό καρδιοχειρουργό Hasnat Khan, τον οποίο πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει.

Η συγκεκριμένη θεωρία παρουσιάζεται και στην κινηματογραφική ταινία Diana με πρωταγωνίστρια τη Ναόμι Γουότς και θέμα την τελευταία περίοδο στη ζωή της αδικοχαμένης πριγκίπισσας.

Λίγα λεπτά μετά, στις 12:06, η Νταϊάνα, ο Ντόντι Αλ Φαγιέτ και οι σωματοφύλακες τους βγήκαν από την πίσω πόρτα του ξενοδοχείου. Αυτό το έκαναν για να αποφύγουν τους σχεδόν τριάντα φωτογράφους που περίμεναν μπροστά από το ξενοδοχείο επί της οδού 15 Place Vendôme και επιβιβάστηκαν σε μία μαύρη Μερσεντές που οδηγούσε ο Γάλλος επαγγελματίας σωφέρ Eνρί Πολ.

Ένα βίντεο από τις κάμερες ασφαλείας του Ritz Hotel, κατέγραψε τα τελευταία βήματα της Νταϊάνα πριν επιβιβαστεί στο μοιραίο αυτοκίνητο.

Η πορεία προς τον θάνατο

Οι παπαράτσι γρήγορα αντιλήφθηκαν πως η Νταϊάνα είχε φύγει από το ξενοδοχείο με αρκετούς να την ακολουθούν πάνω σε μηχανές μεγάλου κυβισμού.

Αυτόπτης μάρτυτας κατέθεσε στην αστυνομία ότι άκουσε τον σωματοφύλακα της Νταϊάνα, Trevor Rees-Jones, να φωνάζει «Μην προσπαθήσετε να μας ακολουθήσετε. Δεν θα μας φτάσετε».

Το πολυτελές αυτοκίνητο ξεκίνησε την πορεία του και μία πραγματική καταδίωξη διαδραματίστηκε στους δρόμους του Παρισιού.

Λίγη ώρα αργότερα η Μερσεντές, που είχε περικυκλωθεί από παπαράτσι, αναπτύσει ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα και εισέρχεται στο τούνελ Ποντ ντ’ Αλμά απ’ όπου δεν βγήκε ποτέ.

Ο οδηγός του αυτοκινήτου ταξίδευε με εκτιμώμενη ταχύτητα 105 χιλιόμετρα την ώρα – υπερδιπλάσια από το όριο ταχύτητας που είναι 50 χιλιόμετρα την ώρα στη σήραγγα. Σε έναν επικίνδυνο ελιγμό χάνει τον έλεγχο και η Μερσεντές συγκρούεται με την 13η κολώνα στήριξης της οροφής του τούνελ. Κανείς από τους επιβάτες δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας.

Από την σφοδρή σύγκρουση σκοτώθηκαν ακαριαία ο οδηγός Ενρί Πολ, αλλά και ο σύντροφος της Νταϊάνας Ντόντι Αλ Φαγιέτ. Η Νταϊάνα τραυματίζεται σοβαρά αλλά διατηρεί για λίγη ώρα τις αισθήσεις της, μουρμουρίζοντας διαρκώς στους αστυνομικούς που σπεύδουν στο σημείο: «Θεέ μου. Αφήστε με ήσυχη».

Αυτές ήταν σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία οι τελευταίες της λέξεις πριν μεταφερθεί στο νοσοκομείο Pitié-Salpêtrière Hospital της γαλλικής πρωτεύουσας όπου, παρά τις επίμονες προσπάθειες των γιατρών για να την κρατήσουν στη ζωή, πέθανε στις 4 τα ξημερώματα.

Ο σωματοφύλακας Trevor Rees-Jones ήταν ο μοναδικός επιζών από το τραγικό δυστύχημα στο τούνελ του Παρισιού.

Η αντίδραση της Ελισάβετ

Η Ελισάβετ βρισκόταν στο κάστρο Μπαλμόραλ όταν αξιωματικοί της Γαλλικής κυβέρνησης τηλεφώνησαν στη βρετανική πρεσβεία προκειμένου να ανακοινώσουν την τραγική είδηση.

Σε μία προσπάθεια να εξασφαλιστεί η ιδιωτικότητα των δύο παιδιών της Νταϊάνα, Ουίλιαμ και Χάρι, το Μπάκινγχαμ αποφάσισε να μην προβεί σε καμία επίσημη δήλωση, γεγονός που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη Μεγάλη Βρετανία, σε ένα βαθιά θλιμμένο έθνος που συμπεριφέρθηκε τις επόμενες ημέρες σαν να είχε μόλις χάσει τον πιο δικό του άνθρωπο.

Μετά από συμβουλή του πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, στο πρόσωπο του οποίου έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό, η Ελισάβετ πήρε τελικά την απόφαση να βγάλει επίσημο διάγγελμα λίγες ημέρες μετά, λέγοντας ότι «ο καθένας προσπαθεί να διαχειριστεί αυτή την τραγική απώλεια με τον δικό του τρόπο».

Το συλλογικό πένθος των Βρετανών

Το πρωί της επόμενης ημέρα, 31 Αυγούστου του 1997, το πρόγραμμα σε όλα τα κανάλια του πλανήτη δεν ακολουθούσε την κανονική του ροή.

Ο θάνατός της πριγκίπισσας του λαού προκάλεσε ένα πρωτοφανές ξέσπασμα δημόσιας θλίψης στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και παγκοσμίως. Tην κηδεία της παρακολούθησαν τηλεοπτικά περίπου 2,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, ενώ η βασιλική οικογένεια επικρίθηκε από τον τύπο για την αντίδρασή της στο θάνατο της Νταϊάνα.

Το ενδιαφέρον του κοινού για την Νταϊάνα παρέμεινε υψηλό και γι’ αυτό τα ΜΜΕ διατηρούσαν τακτική κάλυψη του τραγικού γεγονότος, στα χρόνια μετά τον θάνατό της.

Οι θεωρίες συνωμοσίας για τον θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνας

Αν και η αρχική γαλλική έρευνα διαπίστωσε ότι η Νταϊάνα είχε πεθάνει ως αποτέλεσμα ενός τυχαίου τροχαίου ατυχήματος, έχουν από τότε προβληθεί αρκετές θεωρίες συνωμοσίας. 

Από τον Φεβρουάριο του 1998, ο πατέρας του Ντόντι, Μοχάμεντ Αλ Φαγιέτ, ισχυρίστηκε ότι το τροχαίο ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας και αργότερα υποστήριξε ότι αυτό ενορχηστρώθηκε από την MI6 σύμφωνα με τις οδηγίες της Βασιλικής Οικογένειας.

Οι έρευνες ωστόσο έληξαν με το συμπέρασμα ότι Νταϊάνα και Ντόντι ήταν τα θύματα μιας «παράνομης δολοφονίας» από τον οδηγό τους Χένρι Πολ, αφού στο αίμα του στις τοξικολογικές εξετάσεις εντοπίστηκαν υψηλά ποσοστά ναρκωτικών και αλκοόλ, αλλά και από τους παπαράτσι που τους κυνηγούσαν με μανία.

Το 1999, μια γαλλική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Μερσεντές είχε έρθει σε επαφή με ένα άλλο όχημα, ένα λευκό Fiat Uno, στη σήραγγα. Ο οδηγός του Fiat δεν εντοπίστηκε ποτέ οριστικά, ούτε ταυτοποιήθηκε το συγκεκριμένο όχημα.

Η Νταϊάνα ακροβατούσε από πολύ μικρή ανάμεσα σε μια τραγική και μια παραδεισένια ζωή, είχε πάντα ένα ολόκληρο παραμύθι να σέρνεται νωχελικά από πίσω της.

Η τραγική της ζωή της ήταν σε μία απόλυτη αντιπαραβολή με το ενδεχόμενο της απόλυτης ευτυχίας. Κι ήταν μία γυναίκα που θα μπορούσε να έχει γίνει η βασιλισσα της Μεγάλης Βρετανίας.

Εκείνη όμως πάντα έλεγε με εκείνη τη σταθερή, αργόσυρτη φωνή της: «Δε θέλω να είμαι βασίλισσα. Θέλω απλά να είμαι εγώ».

Με πληροφορίες από history.com – athensvoice.gr

Εμφάνιση περισσότερων

Σχετικά άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button