Πελοπόννησος: Η ιστορία της σατανικής πεθεράς που εκτελέστηκε για την δολοφονία της νύφης της
Το έγκλημα που είχε συγκλονίσει την Ελλάδα – Η Σταυρούλα Γκουβούση ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στην Ελλάδα για δολοφονία
Η Σταυρούλα Γκουβούση έμεινε στην ελληνική ιστορία για δύο λόγους:
Ως μία από τις πιο σατανικές πεθερές και ως η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στη νεότερη Ελλάδα για ποινικό αδίκημα.
Η οικογένεια Γκουβούση
Η Σταυρούλα Γκουβούση (1897 – 26.08.1960) γεννήθηκε και έζησε όλα της τα χρόνια στο Λεωνίδιο του Νομού Αρκαδίας. Από πολύ μικρή ηλικία χήρεψε κι έμεινε μόνη της να μεγαλώνει τα δυο της παιδιά. Σκληρή και αυταρχική είχε τον απόλυτο έλεγχο της οικογένειάς της.
Ο ένας της γιος, όταν μεγάλωσε πήγε να μείνει στην Αθήνα όπου και εργαζόταν.
Ο δεύτερος της γιος, ο Δημήτρης (Μήτρος) (1938- 02.09.1960) δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του και τον συντηρούσε η μάνα του. Το 1954 ο 17χρονος τότε Δημήτρης, παντρεύτηκε την 16χρονη Μεταξία. Μαζί απόκτησαν ένα κοριτσάκι, τη Σταυρούλα, αλλά πέθανε όταν ήταν 40 ημερών. Το 1958 έκαναν ένα ακόμα κοριτσάκι, τη Μαρία. (Η Μαρία ήταν 14 μηνών όταν έγινε το έγκλημα).
Η Μεταξία εργαζόταν σε ένα ζαχαροπλαστείο.
Η σατανική πεθερά
Από την αρχή η Σταυρούλα Γκουβούση δεν ήθελε τη νύφη της. Πίστευε ότι είχε ερωτικό παρελθόν πριν από τον Δημήτρη. Και το χειρότερο, ότι εξακολουθούσε και μετά το γάμο της να διατηρεί ερωτικές σχέσεις. Έτσι πιπίλιζε καθημερινά τα μυαλά του γιου της και του ζητούσε να τη χωρίσει.
Ο Δημήτρης όμως αρνούνταν να ακολουθήσει τις υποδείξεις της μητέρας του, είτε γιατί αγαπούσε τη γυναίκα του είτε γιατί η Μεταξία τον συντηρούσε οικονομικά. Ο Δημήτρης εξακολουθούσε να μην εργάζεται και περνούσε την ημέρα του στο καφενείο πίνοντας και παίζοντας χαρτιά.
Εξαιτίας των καθημερινών καβγάδων μεταξύ πεθεράς και νύφης, ενώ αρχικά ζούσαν όλοι μαζί, το ζευγάρι μετακόμισε σε δικό του σπίτι που αγοράστηκε με τα χρήματα της προίκας της Μεταξίας. Οι παρεμβάσεις όμως της Σταυρούλας στη ζωή του ζευγαριού, δεν σταμάτησαν.
Όταν η Μεταξία έμεινε για μία ακόμη φορά έγκυος, η Γκουβούση επέμεινε ότι το παιδί δεν ήταν του γιου της αλλά αποτέλεσμα ενός παράνομου ερωτικού δεσμού. Δηλητηρίασε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό τα μυαλά του Δημήτρη που τον έπεισε τελικά να πάρει τη γυναίκα του και να πάνε στο Άργος για άμβλωση «να ξεφορτωθούν το μπάσταρδο». Έστω κι αν η Μεταξία ήταν ήδη 5 μηνών έγκυος.
Η «ανακάλυψη» της Γκουβούση
Ημέρα των Φώτων, 6 Ιανουαρίου 1959, και όπως κάθε πιστός χριστιανός έτσι και η Σταυρούλα Γκουβούση πήγε το πρωί στην εκκλησία για να ανάψει κεράκι και να φέρει τον αγιασμό. Βγαίνοντας από την εκκλησία συναντήθηκε με τη γειτόνισσα της, Αμαλία Χείλαρη και τον σύζυγο της Παναγιώτη Χείλαρη, που πήγαιναν κι αυτοί στην εκκλησία. Εκεί τους ενημέρωσε ότι ανησυχούσε επειδή είχε χαθεί η νύφη της.
Λίγα λεπτά απ΄’ όταν επέστρεψε στο σπίτι της ακούστηκαν οι δυνατές φωνές της για βοήθεια. Και πράγματι, οι γείτονες έτρεξαν να δουν τι είχε συμβεί. Η Γκουβούση στεκόταν μπροστά στη στέρνα της αυλής της. Δίπλα στο ανοιχτό στόμιο υπήρχαν ακουμπισμένα μια γυναικεία ρόμπα, μια ζακέτα, ένα ζευγάρι παπούτσια, μια χαρτοπετσέτα που μέσα είχε χάπια ναυτίας και ένα χειρόγραφο γράμμα.
Η Γκουβούση τους εξήγησε ότι τα ρούχα ανήκαν στη νύφη της και τους έδωσε να διαβάσουν το γράμμα:
«Φτωχτόνησε η Μεταξία Γεωργίου Αδρία, γιατί δεν της έδινε τα λεφτά που της χρωστούσε η Θάλεια, η κυρά της. Τον Μήτρο, τον άνδρα της, να μην τον πειράξετε, γιατί δεν έχει κάνει τίποτα», έγραφε.
Αν και αρχικά η Γκουβούση έδειχνε τρομοκρατημένη λίγο αργότερα έγινε τελείως ψυχρή.
«Φαίνεται ότι αυτή η τρελή η νύφη μου εξετέλεσε την απόφασή της. Βρήκα ανοιχτή τη στέρνα κι απέξω ριγμένα τα ρούχα της. Η Μεταξία πληρώθηκε από τον Θεό όπως της άξιζε. Και δεν σκέπτομαι τίποτα άλλο παρά ότι, αν έχει πέσει στην στέρνα μας βρώμισε το πόσιμο νερό», είπε στους γείτονες (σύμφωνα με τη δημοσίευση της εφημερίδας «Ακρόπολις» της 9ης Ιανουαρίου 1959).
Η αστυνομία ανασύρει το πτώμα και το εξετάζει
Στον τόπο ήρθαν λίγο αργότερα ο διοικητής της τοπικής Χωροφυλακής υπομοίραρχος Β. Νικολόπουλος, ο ειρηνοδίκης Λεωνιδίου Στ. Κοντονικολής και κάποιοι χωροφύλακες.
Οι χωροφύλακες βρήκαν το πτώμα της Μεταξίας να επιπλέει μέσα στο πηγάδι. Όταν το ανέσυραν, προς μεγάλη τους έκπληξη διαπίστωσαν ότι ήταν τυλιγμένο με ένα σκοινί 5 περίπου μέτρων. Αυτό τους έκανε να θεωρήσουν ότι δεν επρόκειτο για αυτοκτονία, όπως είχαν υποθέσει αρχικά. Οι μώλωπες από χτυπήματα στο σώμα και οι αμυχές στο λαιμό του θύματος, απλώς επιβεβαίωσαν την υποψία τους.
Οι γιατροί Π. Ρέππας και Χαρ. Γεωργίτσης, που εξέτασαν το πτώμα, όρισαν ως ώρα θανάτου τις 19:30 της προηγούμενης ημέρας. Από το νερό που βρέθηκε στο στομάχι του θύματος, αιτία θανάτου ανέφεραν τον πνιγμό. Αυτό σημαίνει ότι η Μεταξία ήταν ακόμη ζωντανή όταν την έριξαν στο πηγάδι.
Η εξέταση του γράμματος αυτοκτονίας
Αφού εξέτασαν το χειρόγραφο, οι χωροφύλακες αποφάνθηκαν ότι δεν ήταν γραμμένο από το θύμα.
Ίσως να έβγαλαν αυτό το συμπέρασμα από το ότι η Μεταξία ήταν αμόρφωτη! Δεν είχε πάει καθόλου σχολείο, δεν ήξερε ανάγνωση και φυσικά ούτε γραφή…
Η σύλληψη των δύο υπόπτων
Όπως ήταν αναμενόμενο, όλες οι υποψίες έπεσαν επάνω στη Σταυρούλα Γκουβούση και τον γιο της Δημήτρη. Στην πραγματικότητα, το μόνο που έμενε στην αστυνομία να διερευνήσει ήταν το ποιος από τους δύο ήταν ο δράστης.
Στις 8 Ιανουαρίου 1959 η Σταυρούλα και ο Δημήτρης Γκουβούσης οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα Ναυπλίου ο οποίος διέταξε την άμεση προφυλάκισή τους.
Η ομολογία του Δημήτρη
Ο Δημήτρης ήταν αυτός που «έσπασε» πρώτος.
«Στις 2 Ιανουαρίου 1959, πήγαμε με τη Μεταξία στο Άργος. Ήταν έγκυος πέντε μηνών και θέλαμε να ρίξει το παιδί. Η εγκυμοσύνη όμως ήταν προχωρημένη και κανείς γιατρός δεν αναλάμβανε αυτή την ευθύνη. Κάναμε κάτι δουλειές και γυρίσαμε στο σπίτι της μάνας μου, όπου είχαμε αφήσει το άλλο μας παιδί. Όταν φθάσαμε, καθίσαμε και φάγαμε. Η γυναίκα μου μετά το φαγητό, επειδή ήταν ζαλισμένη από το ταξίδι, ξάπλωσε.
Είπα στη μάνα μου ότι δεν είχαμε προχωρήσει στην άμβλωση και τότε έγινε έξαλλη. Άρπαξε ένα σχοινί 5 μέτρων που ήταν εκεί και της το πέρασε αιφνιδιαστικά γύρω από τους ώμους, δένοντάς την καλά, μαζί και τα χέρια της. Συγχρόνως, τη χτύπησε στο κεφάλι, στο στομάχι και τα πόδια και την έβριζε για την άσχημη ζωή που έκανε ενώ ούρλιαζε ότι το παιδί δεν ήταν δικό μου. Η γυναίκα μου νόμιζε ότι η μητέρα μου ήθελε απλώς να την φοβίσει.
Εγώ απλά παρακολουθούσα. Κι εγώ πίστευα ότι ήθελε να τη φοβερίσει. Όταν η γυναίκα μου λιποθύμησε, η μητέρα μου την τράβηξε έξω στην αυλή και την έριξε στην στέρνα. Σ’ αυτή τη δουλειά τη βοήθησα κι εγώ. Έπειτα με υπόδειξή της, έγραψα ένα σημείωμα που έλεγε ότι η Μεταξία αυτοκτόνησε γιατί της χρωστούσαν τα αφεντικά της λεφτά που δεν της τα έδιναν. Αυτό το σημείωμα το έβαλα στο σκέπασμα της στέρνας μαζί με κάτι χάπια που είχε στην τσέπη της η γυναίκα μου.
Επίσης, η μάνα μου έβαλε στην άκρη της στέρνας τα ρούχα της Μεταξίας και τα παπούτσια, ώστε να νομισθή ότι έπεσε μόνη της στο νερό. Πράγματι το πρωί των Φώτων βρέθηκαν τα ρούχα στο χείλος της στέρνας από την ίδια τη μητέρα μου, η οποία και έβαλε τις φωνές ότι δήθεν η νύφη της αυτοκτόνησε» (εφημ. «Ακρόπολις» – 8 Ιανουαρίου 1959).
Η θέση της Γκουβούση
Η πρώτη θέση της Γκουβούση ήταν να τα ρίξει όλα στον υποτιθέμενο εραστή.
«Η Μεταξία έφυγε κι επήγε στην στέρνα ραντεβού με τον φίλο της. Μα αυτός αφού είναι βλαμμένος δεν αποκλείεται μετά τη διασκέδαση τους να την έπνιξε στην στέρνα. Τέτοια που ήταν, καλά να πάθει».
Όλα τα στοιχεία όμως έπεφταν επάνω της κι έτσι το σενάριο του εραστή δεν έγινε από κανέναν πιστευτό. Επόμενος στόχος της Γκουβούση έγινε ο γιος της. Δεν δίστασε να τον κατηγορήσει και μπροστά στον ίδιο, σε μια συνέντευξη που έδωσαν οι δυο τους στον αστυνομικό συντάκτη των εφημερίδων «Ακρόπολις» και «Απογευματινή», Θόδωρο Δράκο.
«Αυτός ο αχαΐρευτος πάει να με μπλέξει! Λέει ότι εγώ την έριξα στο πηγάδι, αφού της τύλιξα πρώτα το σκοινί στο σώμα. Πάει να με κλείσει στη φυλακή. (…) Κοίταξε τι φίδι μεγάλωνα. Έτσι μωρέ πληρώνεις όλες τις θυσίες που έκανα για σένα; (…) Αν ο γιος μου πάει στο εκτελεστικό απόσπασμα, του αξίζει».
Η απάντηση του Δημήτρη
Ο Δημήτρης αντέδρασε άμεσα στα λόγια της μητέρας του.
«Εγώ δεν είχα τίποτα με τη Μεταξία. Ήμουν ευχαριστημένος από τη γυναίκα μου. Ήταν καλή και φρόνιμη. Εσύ φαγώθηκες να τη διώξω. Εσύ τη μισούσες και αποφάσισες τον θάνατό της. Ανάθεμα την ώρα που σ’ άκουσα. Εγώ γιατί να την σκοτώσω; Κι αυτό το παντελόνι που φορώ, μου το πήρε την ίδια μέρα που τη σκότωσες. Το πρωί, που πήγαμε στο Άργος… Κι εσένα δεν σε φρόντιζε; Μόνο εσύ διαρκώς την έβριζες και την κτυπούσες. Αυτή καθόταν σαν χαζή και τις έτρωγε…» (εφημ. «Απογευματινή» – 9 Ιανουαρίου 1959).
Τα συμπεράσματα της αστυνομίας
Οι έρευνες της αστυνομίας κατέληξαν ότι η ιστορία πρέπει να ήταν όπως περίπου την περιέγραφε ο Δημήτρης στην ομολογία του.
Το μεγάλο λάθος των δύο δραστών ήταν ότι ενώ σκόπευαν να πετάξουν τη Μεταξία στο πηγάδι και να τραβήξουν πάνω το σχοινί που την είχαν δεμένη, το σχοινί γλίστρησε από τα χέρια τους και έπεσε κι αυτό μαζί με το σώμα της γυναίκας, αποκαλύπτοντας το έγκλημα.
Το πραγματικό κίνητρο
Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Σταυρούλας και του Δημήτρη Γκουβούση, το κίνητρο ήταν «ζήτημα τιμής». Και θα μπορούσε.
Όμως, με το θάνατο της Μεταξίας η περιουσία της θα κατέληγε στα χέρια του Δημήτρη. Έτσι κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει και το οικονομικό κίνητρο.
Η δίκη
Πέντε μήνες μετά το περιστατικό, πραγματοποιήθηκε η δίκη των δύο δραστών στο Κακουργιοδικείο Κυπαρισσίας.
Ο χαρακτήρας των τριών πρωταγωνιστών του δράματος, μέσα από τις μαρτυρίες
Οι μάρτυρες χαρακτήρισαν την Μεταξία ως τίμια και εργατική γυναίκα και υπόδειγμα συζύγου.
Αντίθετα για τον Δημήτρη δήλωσαν ότι ήταν τεμπέλης, κλέφτης, και τον θεωρούσαν «ο αλήτης του χωριού».
Για τη Σταυρούλα κατάθεσε ο διοικητής της Χωροφυλακής:
«Είναι μια κακούργα, αδίστακτη, άπονη και εκδικητική γυναίκα που δεν την σταματάει τίποτα».
Η Αμαλία Χείλαρη, γειτόνισσα της Γκουβούση, θέλοντας να περιγράψει τη σκληρότητα της δήλωσε:
«Η Σταυρούλα Γκουβούση μια φορά με μία γέννα έκανε τρία παιδιά, και, όπως λένε οι χωριανοί, τα έπνιξε και τα τρία».
Η Θάλεια Κωνσταντινίδου, ιδιοκτήτρια του ζαχαροπλαστείου που δούλευε η Μεταξία, κατέθεσε:
«Τη Μεταξία την είχαμε πάρει στο ζαχαροπλαστείο εγώ και άντρας μου όταν ήταν δώδεκα χρονών και την είχαμε σαν παιδί μας. Την αγαπήσαμε πάρα πολύ γιατί ήταν τίμια και ηθική κοπέλα και ποτέ δεν μας είχε δώσει την παραμικρή αφορμή.
Το 1955 πέθανε ο άντρας μου. Εγώ της έδωσα το ζαχαροπλαστείο να δουλεύει για λογαριασμό της.
Όταν έγινε ο γάμος της, της έδωσα όσα χρήματα έπρεπε να της δώσω. Με τα λεφτά αυτά αγόρασε η κοπέλα ένα σπίτι στο οποίο κατοικούσε πλέον με τον άντρα της. Δυο τρεις μήνες μετά το γάμο, η Μεταξία έδιωξε τον άντρα της γιατί δεν εργαζόταν και πήγαινε και της έπαιρνε όλες τις εισπράξεις, με αποτέλεσμα το ζαχαροπλαστείο να πέσει έξω.
Το έκλεισε για μικρό διάστημα και ξανάνοιξε και δούλευε καλά. Η Μεταξία έκανε δουλειά όση κάνουν δυο άντρες μαζί».
Η απολογία της Γκουβούση
Η απολογία της Σταυρούλας Γκουβούση ήταν γεμάτη αντιφάσεις:
«Η παθούσα νύφη μου συχνά εφιλονικούσε με τον σύζυγό της, υιό μου. Εις το Άργος ο υιός μου με την παθούσαν σύζυγόν του επήγαν για να ρίξουν το παιδί. (…) Την Μεταξίαν εγώ την έριξα εις την στέρναν, επήγε να πιάσει νερό και κει την ετούμπαρα και την έριξα μέσα. Ο υιός μου δεν εγνώριζε ότι η γυναίκα του ήτο εις το σπίτι μου, ούτε ότι εγώ την έριξα στο πηγάδι.»
Και λίγο παρακάτω:
«Την ρίξαμε και οι δύο μέσα εις την στέρναν.»
Αργότερα όμως:
«Ο υιός μου την έριξε εις το πηγάδι την παθούσα διότι εμάλωναν. Εις το Ναύπλιον είπα ότι την έριξα εγώ την παθούσαν εις την στέρναν διότι με ανακάτεψαν ο δικηγόρος και ο κατηγορούμενος υιός μου. Την νύκτα που εκοιμόμαστε εις το σπίτι του υιού μου και ερώτησα πού είναι η γυναίκα του μου είπεν ότι είναι μέσα εις την στέρναν, την εσκότωσε διότι δεν την βρήκε εντάξει. Πριν τον γάμον τους η νύφη μου είχεν φίλους, εξακολουθούσε δε να έχει φίλους και μετά τον γάμον της.»
Και τέλος:
«Τι θέλετε τώρα, να σας πω την αλήθειαν; Και οι δύο την ερίξαμε εις την στέρναν».
Για τις μαρτυρίες εναντίων της δήλωσε:
«Τα τρία παιδιά μου που λέγουν ότι τα εσκότωσα, δεν τα εσκότωσα, αλλά εγεννήθησαν ξερά, επειδή κατά την διάρκειαν της εγκυμοσύνης μου με είχεν κτυπήσει ο άνδρας μου.»
Η απολογία του Δημήτρη Γκουβούση
Και ο Δημήτρης Γκουβούσης έδωσε μια διαφορετική ερμηνεία αυτή τη φορά σε σχέση με την αρχική του κατάθεση.
«Την γυναίκαν μου δε την βρήκα εντάξει, την είχε διακορεύσει ο Ιωάννης Ρ., τούτο δεν το εγνώριζα εγώ πριν από το γάμο μας. Μετά το γάμον μας όμως η σύζυγός μου ήτο εντάξει.
Την Κυριακή το απόγευμα γυρίσαμε από το Άργος εγώ και η γυναίκα μου. Εγυρίσαμε εις το σπίτι μας και εκεί εμείναμε το βράδυ. Το πρωί εγώ επήγα εις το καφενείον και το μεσημέρι εγύρισα σπίτι και εφάγαμε με την γυναίκα μου, και μετά εγώ επήγα ξανά εις το καφενείον.
Το πρωί εγώ επήγα εις το σπίτι της μητέρας μου. Μου είπεν η μητέρα μου και έγραψα αυτό το σημείωμα που ευρίσκεται εις την δικογραφίαν. Τότε έμαθα ότι η γυναίκα μου βρέθηκε πνιγμένην εις την στέρναν.
Εγώ δεν γνωρίζω τίποτε για το έγκλημα. Εις την αστυνομίαν με εκτύπησαν και είπα τα όσα έχουν γράψει».
Η απόφαση του δικαστηρίου
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι και οι δύο κατηγορούμενοι είναι ένοχοι για ανθρωποκτονία από πρόθεση που διαπράχθηκε κατά τρόπο «ιδιαζόντως ειδεχθή».
Τους επιβλήθηκε ήταν η θανατική ποινή και στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων.
Στο άκουσμα της ποινής η Σταυρούλα Γκουβούση άρχισε να φωνάζει, να βρίζει και να καταριέται τη Μεταξία.
Ο Δημήτρης Γκουβούσης οδηγήθηκε στις φυλακές Κερκύρας.
Η Σταυρούλα Γκουβούση μεταφέρθηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, στην Αθήνα. Λίγο αργότερα υπέβαλλε αίτηση χάριτος στο Συμβούλιο Χαρίτων ώστε η ποινή της να μετατραπεί σε ισόβια κάθειρξη. Το Συμβούλιο όμως την απέρριψε παμψηφεί και κατά συνέπεια ο Εισαγγελέας Εφετών διέταξε την εκτέλεσή της.
Η εκτέλεση της Σταυρούλας Γκουβούση
Την Παρασκευή 26 Αυγούστου του 1960, στις 5 το πρωί πήραν την Γκουβούση από το κελί της. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Μακεδονία» της Κυριακής 28 Αυγούστου 1960:
«Η Γκουβούση εδέχθη κλαίουσα να μεταλάβη, προηγουμένως όμως ζήτησε να εξομολογηθή δια να απαλλαγή, όπως είπεν, από κάτι που επίεζε την ψυχή της και δεν την άφηνε να ησυχάση ούτε λεπτό. Ο ιερεύς την εξομολόγησε, την μετέλαβε και την συνώδευσε στο σιδηροφράκτο αυτοκίνητο (της κλούβας) όπου και εκάθησε δίπλα της και ήρχισε να προσεύχεται δια την σωτηρίαν της ψυχής της.»
Το αυτοκίνητο τους μετέφερε στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο στον Υμηττό όπου τους περίμενε το απόσπασμα. Η Γκουβούση έδειξε να μην έχει καταλάβει τι επρόκειτο να συμβεί. Μόλις ο γραμματέας της εισαγγελείας διάβασε την καταδικαστική απόφαση και απομακρύνθηκε για να προχωρήσει η εκτέλεση, η Γκουβούση… τον ακολούθησε!
«(…) παρέστη δε ανάγκη να επέμβη ο επί κεφαλής του αποσπάσματος ο οποίος την επανέφερεν εις το ύψωμα λέγων: ‘Εσύ δεν θα φύγης, θα μείνεις εκεί’. Τότε μόνον ηρώτησε: ‘Γιατί;’ Ο ιερεύς και πάλιν έσπευσε κοντά της και της επανέλαβεν ότι επρόκειτο να απέλθη του κόσμου, διότι η ανθρώπινη δικαιοσύνη την κατεδίκασεν εις θάνατον δια την εγκληματικήν πράξιν της εις βάρος της νύμφης της. Εις τα λόγια αυτά του ιερέως, έσκυψε το κεφάλι της και ψιθύρισε: ‘Οι άνθρωποι με κατεδίκασαν εις θάνατον, ας με συγχωρήση τουλάχιστον ο Θεός δι ό,τι έκαμα, ώστε να βρω μιας στιγμής κι εγώ ησυχία’.»
Μετά την εκτέλεση η Γκουβούση θάφτηκε στο Γ’ νεκροταφείο.
Η εκτέλεση του Δημήτρη Γκουβούση
Μία εβδομάδα αργότερα, την Παρασκευής 2 Σεπτεμβρίου, εκτελέστηκε και ο Δημήτρης. Η εκτέλεση του έγινε στο πεδίο βολής στις Αλυκές της Κέρκυρας και μαζί του εκτελέστηκαν δύο ακόμη θανατοποινίτες.
Η εφημερίδα «Ελευθερία» στις 3 Σεπτεμβρίου 1960 έδωσε ένα νέο στοιχείο στην υπόθεση, το οποίο όμως ποτέ δεν επαληθεύτηκε:
«Ο Γκουβούσης εξομολογούμενος, ηκούσθη λέγων εις τον ιερέα, ότι ούτος δεν έπταιε δια τον στραγγαλισμόν της συζύγου του, αλλά ότι τον επήρε στον λαιμό της η μάνα του, της οποίας ήτο ερωμένος…»
Εκτελέσεις γυναικών στην Ελλάδα
Η Σταυρούλα Γκουβούση ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε για ποινικό αδίκημα στη νεότερη Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής και στη συνέχεια του Εμφυλίου Πολέμου, είχαν βέβαια γίνει αρκετές εκτελέσεις γυναικών οι οποίες όμως ήταν πολιτικές κρατούμενες.
Σε θανατική ποινή για ποινικό αδίκημα είχαν καταδικαστεί πριν από την Γκουβούση, η Φούλα Αθανασοπούλου και η Άρτεμις Κάστρου, για τη δολοφονία του Αθανασόπουλου το 1931. Όμως δεν εκτελέστηκαν ποτέ.
Λέγεται ότι η εκτέλεση της Γκουβούση αποτέλεσε αποτρεπτικό στοιχείο για επίδοξες γυναίκες δολοφόνους που μέχρι τότε θεωρούσαν ότι η μέγιστη ποινή τους θα ήταν η φυλάκιση.
Μετά την Γκουβούση εκτελέστηκαν:
Αθανασία Αγγελινού
Εκτελέστηκε στις 10 Αυγούστου 1962.
Δολοφόνησε τον σύζυγό της χτυπώντας τον με μια αξίνα.
Αλεξάνδρα Μέρδη
Εκτελέστηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1962.
Άλλη μια σατανική πεθερά που έριξε παραθείο στη φασολάδα του γαμπρού της και τον έστειλε αδιάβαστο.
Αικατερίνη Δημητρέα
Εκτελέστηκε στις 10 Απριλίου 1965.
Δηλητηρίασε με παραθείο τη μητέρα της, τον αδελφό της, μια θεία της κι ένα 5χρονο αγοράκι.
(Με πληροφορίες από Γιώργο Λάμπρο στο crimefictionfans.com)