H λάθος απόφαση που γκρέμισε την αυτοκρατορία της Kodak – Είχαν στα χέρια τους χρυσάφι και το πέταξαν
Όταν ένας μηχανικός της εταιρείας ανακάλυψε πρώτος την ψηφιακή φωτογραφία, οι ιθύνοντες την «έθαψαν» για να μην χάσουν από τις πωλήσεις παραδοσιακών φιλμ
Το όνομα «Kodak» μπορεί σήμερα να μην λέει πολλά, αλλά κάποτε συνώνυμο της φωτογραφίας. Κατάφερε να γίνει το συνώνυμο της εταιρείας που «αυτοπυροβολήθηκε» προσφέροντας ένα οδυνηρό μάθημα για κάθε επιχείρηση που από δικά της λάθη μένει έξω από τις εξελίξεις.
Η απόφαση της εταιρείας να μην επενδύσει στην ψηφιακή φωτογραφία, παρά το ότι είχε προχωρήσει τεχνολογικά και θα μπορούσε να έχει προβάδισμα σε σχέση με τον ανταγωνισμό, είναι ως σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα επιχειρηματικά σφάλματα στην ιστορία. Ένα σφάλμα που ακολούθησαν πολλά μικρότερα.
Ήταν η εταιρεία που έφτιαξε την πρώτη αυτόματη μηχανή, στις αρχές του 20ου αιώνα, καταφέρνοντας να κάνει τη φωτογραφία χόμπι των πολλών αντί για μια αποκλειστικά επαγγελματική δραστηριότητα. Κατάφερε, ακόμη, να βάλει και τις γυναίκες στο «παιχνίδι» της φωτογραφίας, παρουσιάζοντας τα δυναμικά και ανεξάρτητα «κορίτσια της Kodak» (που ήταν, βέβαια, και καλές σύζυγοι και μητέρες).
Ακόμη και σε εποχές που το μάρκετινγκ δεν ήταν τόσο εξελιγμένο όσο σήμερα, η Kodak είχε καταφέρει να πείσει τους καταναλωτές ότι είναι η ιδανική, δηλαδή η μόνη, εταιρεία που μπορεί να καταγράψει τόσο καλά τις αναμνήσεις τους. Η «στιγμή Kodak» ήταν συνώνυμο της οικογενειακής ευτυχίας.
Στα μέσα πλέον της δεκαετίας του ‘70 η αξία της εταιρείας ξεπερνούσε τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια, η μεγαλύτερη στον κλάδο της φωτογραφίας. Ήταν σχεδόν μονοπώλιο σε όλο τον κόσμο στις πωλήσεις φιλμ αλλά και στις φωτογραφικές μηχανές. Από κάθε ρολό για φιλμ έβγαζαν μέχρι και 15 δολάρια, μια ποσότητα χρημάτων που δεν μπορεί κανένας να «πετάξει» εύκολα.
Επιχειρηματικά, όλα έδειχναν να πηγαίνουν κατ’ευχήν για την εταιρεία.
Το 1975 ο (εικονιζόμενος στην φωτογραφία του άρθρου) Στιβ Σάσον, μηχανικός που εργαζόταν στην εταιρεία, επινόησε μια φωτογραφική μηχανή που δεν χρειαζόταν φιλμ. Η εικόνα καταγραφόταν ψηφιακά αν και σε χαμηλή ποιότητα. Το μηχάνημα ήταν δύσχρηστο και βαρύ, αλλά ήταν φανερό ότι είχε μέλλον.
«Ωραίο, αλλά μην το πεις πουθενά», ήταν λίγο ως πολύ η αντίδραση της ηγεσίας της εταιρείας στην επινόηση του Σάσον. Το ελάττωμα της επινόησης ήταν ότι απειλούσε ευθέως το επιχειρηματικό μοντέλο της Kodak.
Η εταιρεία για πολλά χρόνια έδειχνε μια ιδιότυπη άρνηση για τις προοπτικές της ψηφιακής φωτογραφίας.
Εξακολουθούσε να είναι ακόμη και όταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 η Sony, ένας από τους ανταγωνιστές της, έριξε στην αγορά την φωτογραφική μηχανή χωρίς φιλμ. Η Kodak ζήτησε τότε μια εσωτερική έρευνα για τις προοπτικές του κλάδου και αν κινδυνεύει το κλασικό μοντέλο. Η έρευνα έδειξε ότι το ψηφιακό όντως έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει το κλασικό φιλμ, αλλά η Kodak είχε μπροστά της μια δεκαετία για να προετοιμαστεί για την αλλαγή. Τελικά, παρά το ότι είχε άφθονο χρόνο μπροστά της, η Kodak δεν έκανε σχεδόν τίποτα για να τον εκμεταλλευτεί.
Αντίθετα, η εταιρεία επιχείρησε να χρησιμοποιήσει το ψηφιακό για να στηρίξει το φιλμ. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 έφτασε να επινοήσει ένα υβρίδιο ψηφιακής και αναλογικής φωτογραφικής μηχανής. Οι φωτογραφίες χρειάζονταν εκτύπωση σε εργαστήριο, για να μην χαθούν οι πωλήσεις των φιλμ. Όπως ήταν φυσικό, το εγχείρημα απέτυχε.
Οι επικεφαλής της Kodak τη δεκαετία του ‘80 και του ‘90 ήταν εξαιρετικά απρόθυμοι να σκεφτούν την προοπτική να αντικαταστήσουν το κλασικό φιλμ από το ψηφιακό. Όπως έχει αναλυθεί πολλές φορές από τότε στη θεωρία του μάρκετινγκ, δεν κατάφεραν να βρουν πού «χωρά» το ψηφιακό στο μοντέλο λειτουργίας τους. Ούτε, πάλι, μπήκαν στην νοοτροπία να γίνουν πρωτοπόροι και στο ψηφιακό φιλμ.
Νόμιζαν ότι οι καταναλωτές ποτέ δεν θα αποχωρίζονταν την ιεροτελεστία της εκτύπωσης του φιλμ (που βέβαια δεν την έκαναν οι ίδιοι), αλλά η ψηφιακή μηχανή κατάργησε αυτή την ανάγκη. Στην πορεία η ποιότητα του ψηφιακού ξεπέρασε αυτή του αναλογικού φιλμ – και για να μην μιλήσουμε και για το πώς και τα κινητά έγιναν αξιόλογες φωτογραφικές μηχανές.
Καθώς πλέον οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές έγιναν gadget, πωλούνταν παντού όπου μπορεί να βρει κανένας ηλεκτρονικές συσκευές και όχι μόνο στο κύκλωμα της φωτογραφίας που σε μεγάλο βαθμό έλεγχε η Kodak. Σταδιακά η εταιρεία έχασε το «γήπεδό» της και αναγκάστηκε να παίξει σε αυτό που είχαν διαμορφώσει οι ανταγωνιστές της.
Έχασε όμως και ένα άλλο κοινό που είχε χτίσει με τα χρόνια, τις γυναίκες. Οι βασικοί χρήστες της ψηφιακής φωτογραφία ήταν πλέον οι άντρες που είχαν (και έχουν) λιγότερο αναπτυγμένη τη λογική ότι αυτοί είναι που καταγράφουν τις ωραίες οικογενειακές στιγμές.
Το 2007 η αξία της Kodak ήταν πλέον 140 εκατ, δολάρια, ένα μικρομάγαζο στον κλάδο της φωτογραφίας, οπότε η χρεοκοπία του 2012 ήταν η κατάληξη μιας πορείας που είχε προδιαγραφεί.
Αν μπορεί κάτι να σώσει το κλασικό φιλμ είναι οι μόδες που έρχονται και παρέχονται. Λίγο από άποψη, λίγο από περιέργεια και ίσως και από «χιπστεριά» και ρομαντική επιστροφή στα παλιά, η ζήτηση για το φιλμ και τις κλασικές κάμερες (ακόμη και από δεύτερο χέρι) έχει αρχίσει να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια.
Μπορεί η Kodak να ξαναβρεί τη θέση που κάποτε είχε στον κλάδο; Η νοσταλγία δεν μπορεί να σβήσει τα λάθη της εταιρείας, αλλά ούτε και πουλά για πάντα.
πηγή: protothema.gr
Η χρεοκοπία και η αναγέννηση της Polaroid – Όλα ξεκίνησαν από ένα παιδικό καπρίτσιο