ΕΛΛΑΔΑ

Δεκεμβριανά, 80 χρόνια μετά: Το τραύμα στο σώμα της πόλης

Η άγνωστη καταστροφή στις γειτονιές του κέντρου από τη Μάχη της Αθήνας

Οι καταστροφές στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944 δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστές διεθνώς. Ακόμη και στην Ελλάδα, λίγοι μιλούσαν δημοσίως, πριν από τη δεκαετία του ’80, γι’ αυτό που κατάφεραν οι ίδιοι οι Ελληνες, κατά κύριο λόγο, στη δική τους πρωτεύουσα, λίγους μήνες μετά τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τους συμμάχους στις αρχές του ιδίου έτους. Το 1944 είναι η χρονιά που η Αθήνα και ο Πειραιάς, κάθε πόλη για άλλους λόγους, δέχονται ισχυρό πλήγμα στις υποδομές τους με καταστροφές πλήθους κτιρίων στον ιστορικό πυρήνα τους, πολλά θύματα και ισχυρές επιπτώσεις όχι μόνο στη συνοχή του ιστού τους αλλά και στο ψυχικό υπόβαθρο των κατοίκων.

Μπορούμε να πούμε πως από το 1945 και μετά, η Αθήνα και ο Πειραιάς είναι άλλες πόλεις. Ειδικά, όμως, η Αθήνα αποσιώπησε από ενοχή, αμηχανία και αδεξιότητα χειρισμού το μεγάλο τραύμα του 1944 που στη διάρκεια του μετεμφυλιακού κράτους δεν μπορούσε να εξεταστεί πέρα από ένα πρίσμα αντικομμουνισμού.

Η ιστορική αναθεώρηση της δεκαετίας του 1940 στη διάρκεια των πρόσφατων ετών απελευθέρωσε δυναμικές προσεγγίσεις για την καλύτερη κατανόηση των καταστροφών που υπέστησαν όχι μόνο κάποια σημαντικά και συμβολικά σημεία του αθηναϊκού κέντρου (όπως π.χ. η Βαρβάκειος Σχολή στην οδό Αθηνάς), αλλά επί της ουσίας σημαντικό ποσοστό κτιριακού πλούτου που στέγαζε ως επί το πλείστον αμάχους μεσοαστούς.

Οι ανατινάξεις γωνιακών κυρίως κτιρίων και απλών σπιτιών στις γειτονιές της Αθήνας υπήρξαν μια πραγματικότητα που όλοι γνωρίζουν, θύτες και θύματα. H μικροϊστορία και οι οικογενειακές αφηγήσεις (επί μακρόν στο ημίφως της δημόσιας εικόνας) έχουν συντηρήσει τη μνήμη. Οι απαγωγές πολιτών από τους ΕΛΑΣίτες, οι δολοφονίες αστών και οι ανατινάξεις σπιτιών για οδοφράγματα και επιβολή τρομοκρατίας προκάλεσαν ένα κλίμα μίσους. Ηταν όμως αυτή ακριβώς η τρομοκρατία στην Αθήνα που επέβαλε σταδιακά και μια αχαλίνωτη επιθυμία εκτίναξης σε ένα καλύτερο αύριο.

[Δημήτρης Παπαδήμος, «Ταξιδιώτης Φωτογράφος», ΜΙΕΤ]

Δεν μπορεί να αποσυνδέσει κανείς όσα συνέβησαν τότε στην Αθήνα από την ανάγκη της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης και της πάνδημης επιθυμίας για απώθηση του παρελθόντος. Πόσα σπίτια καταστράφηκαν εκείνον τον Δεκέμβρη; Κάθε οικογένεια έχει τη δική της αφήγηση.

Ανεξίτηλα ίχνη από σφαίρες

Γωνία Αγίου Κωνσταντίνου και Νικηφόρου στέκει διάτρητη από τις σφαίρες των ∆εκεμβριανών μια παλιά πολυκατοικία. Χτισμένη το 1936 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη (στον οποίον οφείλουμε το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου) ήταν η πιο μοντέρνα πολυκατοικία γύρω από το Εθνικό Θέατρο και στα καταφύγιά της έτρεχε όλη η γειτονιά στη διάρκεια της Κατοχής. Την κοιτούσα πριν από λίγες μέρες και σκέφτηκα ότι τα χρόνια της είναι πολλά και της φαίνονται. Τα ίχνη από σφαίρες και όλμους από τα Δεκεμβριανά είναι ακόμη ορατά όπως και σε αρκετά κτίρια της Αθήνας, ως πρόσφατα πολύ περισσότερα… Είναι ένας τρόπος παράλληλης αφήγησης μιας πτυχής της Ιστορίας.

Εκεί κοντά στην Αγίου Κωνσταντίνου, προς την Ακομινάτου, τη Μάγερ, την πλατεία Βάθης, τη σημερινή Μαρίκας Κοτοπούλη, τη Σατωβριάνδου και σε όλη την ακτίνα της Ομόνοιας, που κατείχαν οι ΕΛΑΣίτες, τα ανατιναγμένα κτίρια πρόσφεραν ένα τοπίο πολέμου μετά τον «πόλεμο». Εκεί γύρω και κάποιες από τις «κινηματογραφικές» φωτογραφίες του Ντμίτρι Κέσελ. Ηταν ένας άλλος πόλεμος. Τα λίγα τετράγωνα της πρωτεύουσας που ήταν σε κρατικό, κυβερνητικό έλεγχο στην ακτίνα του Συντάγματος, της Αμαλίας, του Κολωνακίου, ήταν ελάχιστα μπροστά στην εαμοκρατούμενη Αθήνα. ΠατησίωνΚυψέληΝεάποληΕξάρχεια: τα γωνιακά σπίτια ήταν υποψήφια για ανατίναξη. Πολλά έσκασαν στον αέρα μαζί με όλα τα υπάρχοντα, οικογένειες ξεσπιτώθηκαν, στόματα έμειναν κλειστά. Βουνά τα συντρίμμια, έκαναν την Αθήνα να μοιάζει με μαρτυρική πόλη.

Η μικροϊστορία φωτίζει γραπτά τεκμήρια που κανείς δεν θα εντάξει στην επίσημη αφήγηση. Παράδειγμα, η περίπτωση του Αλέξανδρου Σαρή, θρυλικού καθηγητή της Βαρβακείου Σχολής. Την ιστορία του συνέγραψε ο μαθητής του, νομικός Χρήστος Π. Πετρόπουλος («Ο δάσκαλός μου Αλέξανδρος Γ. Σαρής», 2005) και εκεί διαβάζουμε πως ο καθηγητής, γεννημένος στη Μικρά Ασία, αφοσιωμένος στα γράμματα και δεμένος με πάθος ισόβιο με την πολύτιμη βιβλιοθήκη του, αρνήθηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του παρότι είχε ειδοποιηθεί από τον ΕΛΑΣ πως είχε προγραμματιστεί ανατίναξη: «Κτυπά η πόρτα. Ρωτά και δεν ανοίγει. Μια άγρια φωνή ακούγεται να λέει: “Στις έξη το απόγευμα θα ανατινάξουμε το σπίτι. Να φύγετε όλοι”». Το σπίτι βρισκόταν στη γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Πετσόβου (σώζεται ακόμη ως ερείπιο). Ο Αλέξανδρος Σαρής διάλεξε να μείνει στο σπίτι, μόνος, με τα βιβλία και τα πολύτιμα χαρτιά του, και να πεθάνει μαζί τους. Στις 6, το σπίτι τραντάχτηκε συθέμελα αλλά δεν έπεσε. Ο καθηγητής κρυφοκοιτάει από το παράθυρο το ακριβώς απέναντι σπίτι που έχει σωριαστεί σε βουνό ερειπίων.

Ζωοδόχου Πηγής και Πετσόβου: «Κτυπά η πόρτα. Ρωτά και δεν ανοίγει. Μια άγρια φωνή ακούγεται να λέει: “Στις έξη το απόγευμα θα ανατινάξουμε το σπίτι. Να φύγετε όλοι”».

Τρομοκρατημένες γειτονιές

Οι ιστορίες των αμάχων αστών που βίωσαν την τρομοκρατία του κόκκινου Δεκέμβρη είναι αναρίθμητες. Κάθε μία και μια τραγωδία ή μια ιστορία που θα μπορούσε να καταλήξει στον όλεθρο. Μια άλλη αφήγηση από το κάδρο της κατατεθειμένης μικροϊστορίας περιλαμβάνεται στις αναμνήσεις του Νίκου Αθανασιάδη, ενός απλού Αθηναίου, που εξέδωσε μόνος του το βιβλίο «Τα πρώτα χρόνια» (2015). Πολύτιμο αφήγημα για την αθηναϊκή ζωή στα χρόνια του ’30 και του ’40, διαδραματίζεται κυρίως στην Κυψέλη, που τον Δεκέμβρη ήταν εαμοκρατούμενη. Εκεί ζούσε, στη μικρή οδό Κρόνου, η γειτονοπούλα φίλη των παιδικών του χρόνων, η Βάσω, μαζί με τους γονείς της. Ο πατέρας της, ο «κύριος Δήμος», δούλευε μηχανικός στους κινηματογράφους, και του άρεσε να ανεβαίνει στο ταρατσάκι να τακτοποιεί τη συλλογή των γραμματοσήμων του. «Δυστυχώς ο πατέρας τής μικρής Βάσως χάθηκε νωρίς, ούτε τριάντα χρονών, στα Δεκεμβριανά. Ενα πρωί, δυο τρεις ελασίτες, επειδή φαίνεται τον θεωρούσαν για αγγλόφιλο μια και ήταν Κύπριος, χτύπησαν την πόρτα τους και τον πήραν μαζί τους για μια “μικρή ανάκριση”, έτσι είπαν, κι από τότε ούτε που ξαναφάνηκε κι ούτε που ακούστηκε πια τίποτα γι’ αυτόν».

[Δημήτρης Παπαδήμος, «Ταξιδιώτης Φωτογράφος», ΜΙΕΤ]

Η διείσδυση της τρομοκρατίας και της καταστροφής στις γειτονιές της Αθήνας ήταν ένα σημαντικό και υποφωτισμένο γεγονός που εξηγεί πολλά για τη μελλοντική εξέλιξη της πόλης τόσο από πλευράς πρακτικής όσο και από πλευράς ψυχολογικής. Επιστολές στον αθηναϊκό Τύπο ώς τις αρχές της δεκαετίας του ’50 αναφέρουν με δυσφορία ερειπωμένες όψεις σε συνοικίες των Αθηνών. Κατ’ αντιστοιχία, στη Γερμανία, που βίωσε την ισοπέδωση του προπολεμικού αστικού ιστού της (και επί της ουσίας τον αφανισμό της αυτοκρατορικής Γερμανίας), τα ερείπια υπήρχαν κατά τόπους ώς τις αρχές του ’60. Η Αθήνα είναι η μόνη ίσως πρωτεύουσα που ως αυτόχειρας εντάχθηκε στη λίστα των μαρτυρικών πόλεων ασχέτως αν οι καταστροφές ήταν στοχευμένες και όχι μαζικές. Θα αποδώσει όμως κανείς ευθύνες για την καταστροφή της Βαρβακείου και των πνευματικών θησαυρών της;

Η Αθήνα είναι η μόνη ίσως πρωτεύουσα που ως αυτόχειρας εντάχθηκε στη λίστα μαρτυρικών πόλεων ασχέτως αν οι καταστροφές ήταν στοχευμένες και όχι μαζικές.

Μετά το 1944 και για αρκετά ακόμη χρόνια, η Αθήνα είχε πολλές ανατιναγμένες γωνίες και εκατοντάδες γηρασμένα κτίρια του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Δεν υπήρχε η τεχνογνωσία ούτε η επιθυμία, ούτε ήταν προτεραιότητα να στηθεί στα πόδια της η παλιά πόλη των Αθηναίων αστών. Υπήρχε ανυπομονησία γι’ αυτό που θα ερχόταν. Και ο καθένας το ερμήνευε κατά βούληση.

πηγή: kathimerini.gr

Εμφάνιση περισσότερων

Σχετικά άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button