ΕΛΛΑΔΑΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

Σωτηρία Μπέλλου: Η αποβολή από το ξύλο του άντρα της, το βιτριόλι, η φυλακή και τα βασανιστήρια

Πρόκειται για την τραγουδίστρια, η οποία παντρεύτηκε μόλις στα 18 της χρόνια. Η ίδια έριξε βιτριόλι στον άντρα της. Αυτό, διότι εκείνος την ξυλοκοπούσε καθημερινά. Η ίδια φυλακίστηκε και έπειτα έφυγε από το σπίτι της, καθώς μάλωσε με τους γονείς της.

Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν η τελευταία ρεμπέτισσα του Ελληνικού τραγουδιού. Η διάσημη τραγουδίστρια γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1921. Το μέρος που γεννήθηκε ήταν ένα χωριό της Χαλκίδας. Οι παππούδες της ανέλαβαν να την μεγαλώσουν, διότι οι γονείς της δούλευαν καθημερινά πολλές ώρες. Η ίδια είχε αναπτύξει μία ιδιαίτερη σχέση με την εκκλησία. Ίσως επειδή ο παππούς της ήταν ιερέας. Μάλιστα, στην εκκλησία έψελνε.

Σαν παιδί ήταν άτακτη και ήθελε να ασχοληθεί νωρίς με το τραγούδι. Αφορμή στάθηκε η ερμηνεία της Σοφίας Βέμπο, στην ταινία, «Προσφυγοπούλα».

Οι γονείς της αντέδρασαν, όταν κατάλαβαν πως η ίδια θα ασχολούνταν επαγγελματικά. Οι γονείς της ήθελαν για την κόρη τους, μία ήσυχη και οικογενειακή ζωή στο χωριό.

Ο γάμος, το βιτριόλι και η φυλακή

Το 1938, η Σωτηρία Μπέλλου, παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα. Όμως, ο άντρας της τη χτυπούσε καθημερινά. Μάλιστα, όταν ήταν έγκυος απέβαλε το μωρό της. Παρόλα αυτά, όμως, δεν τον χώρισε.

Ωστόσο, όταν έμαθε πως την απατούσε, αποφάσισε να του ρίξει βιτριόλι κατά τη διάρκεια ενός καυγά τους. Έτσι, έμεινε έξι μήνες στη φυλακή. Μόλις αποφυλακίστηκε μάλωσε με τους δικούς της, καθώς γνώρισε την περιθωριοποίηση από τους ίδιους, αλλά και από το σύνολο της κοινωνίας. Υπήρξε Κομμουνίστρια, τραγουδίστρια και πρώην φυλακισμένη.

Τα δύσκολα χρόνια στην Αθήνα και ο Βασίλης Τσιτσάνης

Φεύγοντας, είχε πει στους γονείς της: «Φεύγω, αλλά μια μέρα θα γυρίσω στη Χαλκίδα μεγάλη και τρανή». Στην Αθήνα πέρασε δύσκολα χρόνια, καθώς έκανε τα πάντα για να ζήσει. Μάλιστα, σε μία συνέντευξή της είχε δηλώσει: «Εγκατέλειψα τα πλούτη και ήρθα εδώ και έκανα την υπηρέτρια. Και λαντζιέρισα έγινα και Ριζοσπάστη πουλούσα», είχε πει σε συνέντευξή της.

Για ένα διάστημα επέστρεψε σπίτι της, αλλά επειδή ο πατέρας της, τη χτυπούσε, επέστρεψε στην Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρό της. Εκεί, οργανώθηκε στην Αντίσταση. Συνελήφθη από τους Γερμανούς και υπέστη βασανιστήρια. Όταν δεν βρισκόταν στα κρατητήρια, έπαιζε μουσική, με κιθάρα σε ταβέρνες. Ένα από τα βράδια που τραγούδησε στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια, την άκουσε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Τότε, η τραγουδίστρια θα ξεκινούσε τη μεγάλη καριέρα της.

Η επιτυχία ως τραγουδίστρια

Μετά την απελευθέρωση και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα και τις διώξεις του Εμφυλίου, όντας ενεργό μέλος του αντάρτικου, την ανακάλυψε σε μια ταβέρνα των Εξαρχείων ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στο φίλο του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο βάρδος του ρεμπέτικου ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να μπουν μαζί στο στούντιο.

Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον αξέχαστο Τσιτσάνη («Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή») την καθιέρωσε ως λαϊκή τραγουδίστρια, ενώ τα χρόνια 1948 – 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τους Γιάννη Παπαϊωάννου («Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Άνοιξε, άνοιξε»), Γιώργο Μητσάκη («Ο ναύτης», «Το σβηστό φανάρι»), Απόστολο Καλδάρα («Είπα να σβήσω τα παλιά»), Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη κ.ά.

Η καριέρα της γνώρισε μία κάμψη στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας ’60. Από το 1966, όμως, κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους, προχωρώντας σε πρωτοποριακές συνεργασίας με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες: Μούτσης («Το φράγμα»), Σαββόπουλος («Το βαρύ ζεϊμπέκικο»), Ανδριόπουλος («Λαϊκά προάστια»), Κουνάδης («Δεν περισσεύει υπομονή»), Λάγιος («Λαός»), Ανδριόπουλος κ.ά. Παράλληλα, ξανατραγούδησε παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας, καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

 Έχασε τη φωνή της πριν τον θάνατο

Το Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας, όταν εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα.

Η τελευταία ρεμπέτισσα έχασε τη φωνή της και δύο ημέρες πριν τα 76 γενέθλιά της, στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.

πηγή: enimerotiko.gr

Εμφάνιση περισσότερων

Σχετικά άρθρα

Back to top button