Σατανιστές της Παλλήνης: Η υπόθεση που έκανε την Ελλάδα να κοιμάται με ανοιχτό το φως
Οι δολοφονίες, οι καταθέσεις, η δίκη και πού βρίσκονται σήμερα ο Ασημάκης Κατσούλας, ο Μάνος Δημητροκάλης και η Δήμητρα Μαργέτη.
Αυτό είναι μόνο ένα μικρό απόσπασμα από την κατάθεση της Κατερίνας Ρηγάκη, κατηγορούμενης το 1993 για συμμετοχή στη συμμορία που μέχρι και σήμερα αποκαλείται ως ‘Οι σατανιστές της Παλλήνης». Η συμμορία δεν ήταν μόνο ο Ασημάκης Κατσούλας, ο Μάνος Δημητροκάλης και η Δήμητρα Μαργέτη. Πολλά παιδιά -μαθητές Λυκείου κυρίως- πέρασαν έστω και για λίγο από τις τάξεις της, όμως κανείς απ’ αυτούς δεν βασάνισε, δεν σκότωσε.
Για τη δολοφονία των δύο γυναικών που συντάραξε τότε την κοινή γνώμη και έδωσε αφορμή στη νεοσύστατη ιδιωτική τηλεόραση να κανιβαλίσει όσο ποτέ πριν, καταδικάστηκαν μόνο οι δύο πρώτοι. Για απλή συνέργεια στις δολοφονίες, η τρίτη της παρέας, η Μαργέτη ή αλλιώς «η κούκλα του Σατανά» όπως την έλεγε η γραφική τηλεόραση της εποχής.
Οι τρεις «Σατανιστές της Παλλήνης» συνελήφθησαν την προπαραμονή των Χριστουγέννων του 1993.
- Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ποιοι ήταν οι τρεις σατανιστές, πότε γνωρίστηκαν και πότε ξεκίνησαν τη δράση τους:
Ασημάκης Κατσούλας: Τα πρώτα βήματα του εγκεφάλου της συμμορίας
Γεννήθηκε το 1972 και μέχρι την ημέρα που συνελήφθη ζούσε στην Κάντζα. Οι γείτονές του, σε δημοσιεύματα της εποχής είχαν πει ότι από το 1990 «ξέκοψε από εδώ» και ότι άρχισε να κυκλοφορεί στην Παλλήνη, το Κορωπί και την Αγία Παρασκευή. Οι παρέες του βρίσκονταν πια εκεί.
Σύμφωνα με όσα άφησαν να διαρρεύσουν οι ειδικοί που τον εξέτασαν, από τα 17 του και μετά, διέθετε ήδη ανεπτυγμένες νοητικές ικανότητες και επιβλητική εμφάνιση, κάτι που παραδέχτηκαν και οι πρώην συμμαθητές του. «Ήθελε να ξεχωρίζει», είπαν. «Ήθελε να είναι πάντα ο αρχηγός”» Οι γονείς του τον περιέγραψαν ως ένα ήσυχο παιδί, το οποίο έμενε αρκετά μέσα για να διαβάσει και σπάνια ξόδευε λεφτά. Μεγαλώνοντας όμως ο χαρακτήρας του άρχισε να αλλάζει, να γίνεται πιο επιθετικός και το 1990 αποξενώθηκε ολοκληρωτικά από εκείνους.
Ο ίδιος θα πει στην κατάθεσή του:
«Από τότε που πήγαινα στην τρίτη τάξη του Λυκείου άρχισε το ενδιαφέρον μου για τη μαγεία. Είχα επηρεαστεί από τους στίχους τραγουδιών της “χέβι – μέταλ” που συνήθιζα να ακούω. Το ενδιαφέρον αυτό περιοριζόταν ακόμα στο να αγοράζω δίσκους με σατανικούς στίχους και να πηγαίνω σε συναυλίες τέτοιων μουσικών συγκροτημάτων. Ντυνόμουν με μπλούζες που πάνω τους είχαν ζωγραφισμένες διάφορες σατανικές μορφές και σύμβολα.
(…) Το 1990, δυο περίπου χρόνια αφού τελείωσα το Λύκειο, άρχισα να ενδιαφέρομαι πιο σοβαρά για τη μαγεία, και το πρώτο βιβλίο που αγόρασα είχε τον τίτλο “Νεκρονομικόν” (…) Το βιβλίο αυτό αναφέρει ονόματα δαιμόνων και τους τρόπους καλέσματος αυτών και περιγράφει πως, πότε και τι αντικείμενα χρειάζονται για να τους καλέσεις. Κείμενα του βιβλίου αυτού διαβάζονται στις τελετές μαγείας. (…) Επίσης στο βιβλίο αυτό αναφέρονται πενήντα δαίμονες, η ιεραρχία τους και οι δυνατότητες του καθενός».
Ο Κατσούλας στη συνέχεια περιγράφει και τα υπόλοιπα βιβλία που αγόρασε – «Κόκκινος Δράκος», «Πρακτική Μαγεία» και «Σολωμονική». Ξεκαθαρίζει ότι δεν τα έκρυβε ούτε απ’ τους γονείς του, ούτε απ’ τους φίλους του αλλά εξηγεί -με μια μικρή απογοήτευση- ότι κανένας από την παρέα του δεν δεχόταν να κάνει μαζί του κάποια απ’ αυτές τις τελετές. Να καλέσουν δηλαδή μαζί έναν δαίμονα, γιατί «σε όλους τους τρόπους καλέσματος έπρεπε να συμμετέχουν πάνω από ένα άτομα. Μόνος μου δεν κατάφερα να πετύχω τίποτα».
Και τότε βγήκε προς αναζήτηση πιο πρόθυμων συνεργατών. Και θα τους βρει.
Η γνωριμία Κατσούλα-Δημητροκάλη-Μαργέτη
Τον Δεκέμβριο του 1991, ο 19χρονος Κατσούλας θα τα φτιάξει με την τότε 15χρονη Δήμητρα Μαργέτη, η οποία έμενε πολύ κοντά στο σπίτι του, στην ίδια οδό. Η Μαργέτη, πριν τον Κατσούλα είχε σχέση με τον Δημητροκάλη και μάλιστα ο Κατσούλας τον είχε γνωρίσει «σαν το αγόρι της Δήμητρας, σε κάποιο μπαρ της Παλλήνης πριν από τέσσερις με πέντε μήνες». Η «συνεργασία”» τους όμως δεν θα ξεκινούσε ακόμη.
Ο Κατσούλας είναι ερωτευμένος με τη Μαργέτη, θα της εμπιστευτεί το «ψάξιμό» του με τον σατανισμό, και η Μαργέτη θα του εκμυστηρευτεί και εκείνη με τη σειρά της ότι διαβάζει σχετικά βιβλία. Ο ίδιος θα ισχυριστεί ότι εκείνη θα του προτείνει να κάνουν μαζί την πρώτη τους τελετή στο δωμάτιό του. Της είχε πει ψέματα ότι ήταν ήδη μυημένος, οπότε είχε έρθει η ώρα να τη μυήσει και αυτήν.
«Είχαμε απλώσει στο δάπεδο ένα μαύρο πανί, στο οποίο ήταν ζωγραφισμένη η πεντάλφα και στις πέντε άκρες της είχαμε στερεώσει πέντε μαύρα κεριά αναμμένα. Η Δήμητρα στεκόταν γυμνή πάνω στην πεντάλφα και γύρω της ήταν τα κεριά, ενώ εγώ στεκόμουν όρθιος έξω από το πανί, απέναντί της. (…) Μετά πήρα στα χέρια μου μια λίμα που εμοιαζε με σπαθί και αφού πήρα το βιβλίο (σ.σ. το “Νεκρονομικόν”) από τη Δήμητρα και διάβασα κάποια κομμάτια απ’ αυτό, ακούμπησα τη λίμα στο κεφάλι της και της είπα ότι από εκείνη τη στιγμή ήταν μυημένη. Μετά με φίλησε και ντύθηκε». Η Μαργέτη θα περιγράψει διαφορετικά τη μύησή της, λέγοντας πώς εκείνο το βράδυ υπήρξαν συνολικά έξι άτομα στον χώρο και όχι μόνο αυτοί οι δύο. Όσον αφορά τη σχέση της με τον Κατσούλα, θα πει σε συνέντευξή της ότι «τα έφτιαξα με τον Μάκη με εντολή δαίμονα, παρά τη θέλησή μου, επειδή εγώ δεν είχα σκοπό».
Στη συνέχεια η Μαργέτη θα συστήσει τον Κατσούλα εκ νέου στον Δημητροκάλη και για τη μύηση του δεύτερου, θα πάνε σε μια περιοχή του Υμηττού, στο Σέσι, πέντε χιλιόμετρα μακριά απ’ το Κορωπί. Μαζί τους θα είναι άλλα δύο άτομα, ο Βασίλης και ο Άκης. Ο Δημητροκάλης θα ζητήσει απ’ τον Βασίλη να φέρει μαζί του ένα σκυλί για να το σκοτώσει, «ώστε να αποδείξει ότι έχει κότσια».
«Μόλις φτάσαμε εκεί», περιγράφει ο Κατσούλας, «ο Μάνος έβαλε πάνω σε ένα τραπέζι το σκυλί, του οποίου ήταν δεμένα τα πόδια και με ένα τσεκούρι που είχε σε μια τσάντα που κουβαλούσε, του έκοψε τον λαιμό. Στη συνέχεια, από την ίδια τσάντα έβγαλε ένα γυάλινο ποτήρι και έβαλε μέσα σ’ αυτό αίμα που πεταγόταν από τον λαιμό του σκύλου. Μετά έφερε το ποτήρι στο στόμα και ήπιε το αίμα”.
Ο πρώτος φόνος
Στις 27 Αυγούστου 1992, ο Ασημάκης Κατσούλας, ο Μάνος Δημητροκάλλης και η Δήμητρα Μαργέτη, θα οδηγήσουν τη 14χρονη Δώρα Συροπούλου σε ερημική τοποθεσία -στo Σέσι που είπαμε και πιο πάνω- προκειμένου να τη «θυσιάσουν στον Εωσφόρο». Στην ίδια είχαν υποσχεθεί ότι θα τη μυούσαν στον σατανισμό και πιο συγκεκριμένα ότι θα τη βοηθούσαν να δει τι υπάρχει «κάτω», εννοώντας την Κόλαση. Παρουσίαζαν το «κάτω» ως μία «δεύτερη γη με λιγότερα προβλήματα και περισσότερες απολαύσεις», και το μικρό κορίτσι ήδη ενθουσιασμένο από «δυο-τρεις τελετές που είχε πάρει μέρος παλιότερα», θα τους εμπιστευτεί.
Οι τρεις τους θα την περιμένουν έξω απ’ το φροντιστήριό της στη Μιχαλακοπούλου, θα τη βάλουν στο αυτοκίνητο και μετά από μια σύντομη βόλτα στον Λυκαβηττό, -ήταν νωρίς και έπρεπε να περιμένουν μέχρι να πάει μεσάνυχτα, μόνο τότε έκαναν τις τελετές- θα φύγουν για το Κορωπί.
«Με πήραν μαζί τους για να μη φοβηθεί», θα δηλώσει αργότερα η Μαργέτη. «Δεν μπορούσα να αρνηθώ. Φοβόμουν. Η Δώρα πίστευε ότι θα μυηθεί εκείνο το βράδυ. Ο Μάνος νόμιζε ότι με την ανθρωποθυσία θα έπαιρνε δύναμη. Εγώ ήξερα ότι απλά ήταν θέληση του δαίμονα».
Θα την πάνε σε σημείο ειδικά διαμορφωμένο για την τελετή και μέσα από μία μαύρη σακούλα, ο Δημητροκάλης θα βγάλει μία λίμα, αρκετά κεριά, ένα πανί μαύρο με την πεντάλφα και το βιβλίο «Πρακτική Μαγείας». Έχουν ήδη πει στην Συροπούλου ότι για να «πιάσει» η τελετή θα πρέπει να είναι λιπόθυμη. Τη γδύνουν, της φοράνε χειροπέδες, την βάζουν να γονατίσει και τη χτυπούν με ένα ξύλο στο κεφάλι προκειμένου να την κάνουν να χάσει τις αισθήσεις της -πιστοί όλοι τους στο τελετουργικό.
Εκείνη παρά τα δύο χτυπήματα στο κεφάλι δεν λιποθυμά, σηκώνεται όρθια και αρχίζει να παραπατά, λέγοντας με κλάματα «γιατί ρε παιδιά μου το κάνετε αυτό;». Θα της πουν να κάνει ησυχία και αφού της βγάλουν τις χειροπέδες, θα της δώσουν εντολή να περάσει τα χέρια της πίσω απ’ το κεφάλι της και να γονατίσει. Τώρα θα «πρέπει» να πάρει δέκα βαθιές εισπνοές και στην δέκατη να κρατήσει την ανάσα της, ώστε να την πιάσει ο Δημητροκάλης απ’ το κεφάλι και να λιποθυμήσει. Ούτε αυτό θα πιάσει. Στο τέλος θα της πουν να ξαπλώσει και αρχίζουν να της κρατούν τη μύτη και το στόμα μέχρι να χάσει τις αισθήσεις της. Ένα λεπτό μετά θα αρχίσει να κλαίει και να τινάζεται, με αποτέλεσμα και πάλι να την αφήσουν.
Ο Κατσούλας θα φύγει και θα κατευθυνθεί προς το αυτοκίνητο όπου τους περίμενε η Μαργέτη. Μετά από δέκα λεπτά οι δυο τους θα δουν φωτιά και τον Δημητροκάλη να τρέχει κρατώντας στα χέρια του κοσμήματα και ένα ρολόι χειρός. Τρέχοντας να ξεφύγουν απ’ τη φωτιά, παραλίγο να τρακάρουν με ένα αγροτικό και λίγα λεπτά αργότερα στη λεωφόρο Λαυρίου ο Δημητροκάλης θα παραδεχτεί ότι έπνιξε την 14χρονη και ότι της έριξε βενζίνη, προκειμένου να εξαφανίσει το πτώμα. Για το δικαστήριο ήταν προφανές ότι ο Κατσούλας ήθελε να τα ρίξει στον Δημητροκάλη. Η πιθανότερη εκδοχή παραμένει ότι τη σκότωσαν μαζί και στη συνέχεια ότι ασέλγησαν πάνω στο πτώμα της μικρής.
H Δήμητρα Μαργέτη θα αποκαλύψει σε συνέντευξή της στον Ελεύθερο Τύπο:
«Την προηγούμενη μέρα της Συροπούλου, ο Μάκης (σ.σ. Κατσούλας) δεν ήταν καλά. Τον ρώτησα τι έχει. Μου είπε ότι κάποιος δαίμονας θέλει κάποια συγκεκριμένη, επειδή του άρεσε. Και είπε ότι πρέπει αυτήν εμείς να την πάρουμε, να την πάμε στο Σέσι και μετά, η κοπέλα απλώς θα εξαφανιζόταν. Θα την έπαιρνε ο δαίμονας. Δεν ήξερα για φόνο», είπε η Μαργέτη. «Ο Μάκης είχε πει άλλα σ’ εκείνη και άλλα σ’ εμένα. Ένιωθα εξαπατημένη, αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω. Αν μιλούσα, θα ήμουν κι εγώ νεκρή».
Ο δεύτερος φόνος
Το δεύτερο χτύπημα των Σατανιστών θα γίνει ένα χρόνο αργότερα, στις 14 Απριλίου του 1993. Είναι Μεγάλη Τετάρτη και η Μαργέτη θα πει ότι αυτήν τη μέρα την διάλεξαν επίτηδες καθώς «ήξεραν ότι αν σκότωναν Μεγάλη Βδομάδα θα πάρουνε πιο πολύ δύναμη από τα πνεύματα». Ωστόσο η ίδια δεν θα συμμετάσχει, θα είναι αυτήν τη φορά υπόθεση μόνο του Κατσούλα και του Δημητροκάλη.
Εκείνη τη νύχτα, στη λεωφόρο Μαραθώνος κοντά σε στάση λεωφορείου, θα συναντήσουν την 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα, η οποία επέστρεφε σπίτι της, ύστερα από τη δουλειά της. Εργαζόταν ως καμαριέρα στη Μεγάλη Βρετανία. Οι δυο τους, με το πρόσχημα ότι είναι αστυνομικοί θα την πείσουν να μπει στο αυτοκίνητό τους. Μάλιστα, ο Δημητροκάλης της είχε δείξει και μια ψεύτικη αστυνομική ταυτότητα που είχε φτιάξει για λογαριασμό του «με κομπιούτερ» ο φίλος του, Μπάμπης Ζάβρας.
Της εξηγούν ότι θα την μεταφέρουν στο πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων, αλλά αντί γι’ αυτό, θα την οδηγήσουν στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο Καμπά. Εκεί θα ασελγήσουν πάνω της και αφού την επιβιβάσουν γυμνή στο αυτοκίνητο, θα τη μεταφέρουν ξανά στο Σέσι. Θα της αφαιρέσουν τα προσωπικά αντικείμενα, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και μια σακούλα με ένα μισό αρνί μέσα της, δώρο για το Πάσχα απ’ την επιχείρηση. Εκεί θα τη στραγγαλίσουν και στη συνέχεια θα της πολτοποιήσουν το κεφάλι ώστε να μην αναγνωρίζεται.
Ο Δημητροκάλης περιγράφει στην κατάθεσή του: «Όταν βγήκαμε απ’ το Κορωπί, (…) η Γαρυφαλλιά άρχισε να ανησυχεί και να δείχνει ότι δεν πίστευε πλέον πώς ήμασταν αστυνομικοί και άρχισε να μας παρακαλάει να μην της κάνουμε κακό. Τότε, ο Μάκης άρχισε να της λέει ότι δεν ήμασταν αστυνομικοί και ότι μας είχε βάλει ο άντρας της να την παρακολουθήσουμε. Αυτή μας έλεγε να μην πούμε τίποτα στον άντρα της και ότι θα μας έδινε περισσότερα λεφτά από εκείνον. (…)
Ο Μάκης μου είπε να πάρω μία πέτρα και να την χτυπήσω στο κεφάλι γιατί δεν πεθαίνει. Του απάντησα ότι αποκλείεται να κάνω κάτι τέτοιο. Τότε, αυτός, επειδή η Γαρυφαλλιά συνέχιζε να κάνει αναρροφήσεις και να βγάζει υπόκωφες φωνές, φοβήθηκε μήπως και ακούσει κανένας, πήρε μια μεγάλη πέτρα από κει δίπλα και όπως η Γαρυφαλλιά ήταν ανάσκελα κάτω, άρχισε να την κτυπάει στο κεφάλι με μανία, πολλές φορές κρατώντας την πέτρα και με τα δύο χέρια. Η Γαρυφαλλιά έκανε μερικούς σπασμούς και έμεινε». Ο Κατσούλας περιγράφει διαφορετικά τη δολοφoνία της -και προφανώς τα ρίχνει στον πρώην φίλο του.
Σύμφωνα με εκείνον την έπεισαν να τους ακολουθήσει, λέγοντάς της ότι στο σημείο που καθόταν και περίμενε όρθια, γίνεται διακίνηση ναρκωτικών. Με πρόσχημα ότι έμοιαζε ύποπτη, ότι μπορεί να τα πουλούσε η ίδια, την επιβίβασαν στο αυτοκίνητο και στο εργοστάσιο Καμπά, την κατέβασαν για να την «ψάξουν». «Ο Μάνος της κατέβασε το παντελόνι και την κιλότα της μέχρι τα γόνατα και της σήκωσε τη μπλούζα πάνω από το στήθος της και της έβγαλε το στήθος έξω απ’ το σουτιέν. Της είχε πει να μη φοβάται και ότι απλά θα της έκανε σωματικό έλεγχο».
Ο Κατσούλας συνεχίζει στην κατάθεσή του λέγοντας ότι στη συνέχεια την επιβίβασαν γυμνή στο αυτοκίνητο, της έδεσαν τα χέρια με χειροπέδες και ότι αργότερα σταμάτησαν σε έναν ερημικό δρόμο. Ο Δημητροκάλης είπε στον Κατσούλα ότι πάει να μιλήσει με κάποιους «αρχαίους», εννοώντας δαίμονες και μόλις επέστρεψε του είπε ότι έχει τη συγκατάθεσή τους για να τη σκοτώσει. Την έπνιξαν μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Δημητροκάλης της έπιασε τον λαιμό και ο Κατσούλας τα πόδια, για να μη χτυπάνε στο παρμπρίζ. Στη συνέχεια την πέταξαν στο χώμα και της πολτοποίησαν το κεφάλι με μια μεγάλη πέτρα.
«Τα ρουχα, τα παπούτσια, την τσάντα και την ταυτότητά της τα κάψαμε το ίδιο βράδυ στο τζάκι του σπιτιού του Μάνου. Τα χρυσαφικά της, τις χειροπέδες μας και το ψεύτικο πιστόλι μας τα πετάξαμε την επόμενη μέρα σε υπονόμους στην Αγία Παρασκευή».
«Ήταν Μεγάλη Τετάρτη, μου είχαν πει να μη βγω καθόλου από το σπίτι μου και ότι θα έβγαιναν αυτοί, μήπως βρουν κάποια κοπέλα», δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή το 1994 η Δήμητρα Μαργέτη. «Περίμενα τηλέφωνο, αλλά αργούσαν και κοιμήθηκα. Γύρω στις δύο-τρεις, ξημερώματα Μεγάλης Πέμπτης, με πήρε ο Μάκης με ξεψυχισμένη φωνή -δεν ξέρω αν ήταν από κούραση ή κλάματα- και μου διηγήθηκε τι είχε γίνει: είχαν βρει κοπέλα, ξανθιά, ψηλή, με ωραίο σώμα, με μακριά μαλλιά, στο τέλος της γέφυρας του Σταυρού προς Παλλήνη, με ψεύτικες ταυτότητες αστυνομικών που έχει φτιάξει ο Μάκης και της είπαν να τους ακολουθήσει. Πρώτα την πήγαν σε κάποιο σημείο και μετά στο Κορωπί. Μου είπε ότι της πολτοποίησε το κεφάλι».
Η εξομολόγηση του Δημητροκάλη σε ιερέα και η αρχή του τέλους
Προπαραμονή Χριστουγέννων του 1993, ένας ιερέας θα βρεθεί τυχαία στο σπίτι του Μάνου Δημητροκάλη. Ο δολοφόνος θα ζητήσει να εξομολογηθεί, θα «σπάσει» και θα είναι η πρώτη φορά που θα μιλήσει για τα εγκλήματά του σε κάποιον εκτός της κλίκας του. Έτσι τουλάχιστον θα ισχυριστεί μπροστά στον ανακριτή.
«Ενώ βρισκόμουν στη σκοπιά, σκεφτόμουν ότι όλα αυτά που κάναμε δεν ήταν σωστά και με έπιασε το στομάχι μου. Όταν γύρισα στο σπίτι μου (σ.σ. με άδεια Χριστουγέννων), ήταν ένας παπάς, στον οποίο εξομολογήθηκα. Την επομένη (παραμονή Χριστουγέννων) πήγα στην αστυνομία και τους είπα ό, τι ήξερα. Δεν άντεχα άλλο… Και το Σάββατο ανήμερα της γιορτής μου, κοινώνησα». Ο ιερέας -οποίος έκανε και ευχέλαιο εκείνη τη μέρα- από ό, τι φαίνεται δεν βρισκόταν τυχαία στο σπίτι της οικογένειας. Σε συνέντευξή τους, οι γονείς του θα πουν ότι τον είχαν προσεγγίσει, προκειμένου να βοηθήσει το παιδί τους. Γνώριζαν ότι ο γιος τους είχε δυο χρόνια μπλεγμένος σε αυτήν την ιστορία, οι απειλές του όμως ότι θα αυτοκτονούσε αν αποκάλυπταν το παραμικρό, τους έδενε τα χέρια. Τελικά πήγε ο ίδιος στην αστυνομία.
«Γύρισε σπίτι το πρωί και με ξύπνησε. ‘Πατέρα τα είπα όλα στην αστυνομία. Μη φοβάσαι για μένα τώρα. Λυτρώθηκα…’ (…) Εμείς δεν γνωρίζαμε για όλα αυτά τα φρικτά πράγματα που τον κατηγορούν. Αν πίστευα ότι το παιδί μου τα έκανε όλα αυτά νηφάλιος, εγώ ο ίδιος ο πατέρας του ή θα τον σκότωνα με τα χέρια μου ή θα τον πήγαινα στην αστυνομία. Ο Μανώλης όμως λειτουργούσε τότε σαν ναρκωμένος. Βρισκόταν κάτω απ’ τις εντολές αυτού του ανθρώπου, του Μάκη όπως τον λένε…».
Την άλλη μέρα, θα τον ξανακαλέσουν στην ασφάλεια, όπου και θα τον οδηγήσει με το αυτοκίνητό του ο πατέρας του. Θα τον περιμένει έξω απ’ το τμήμα για περίπου τρεις ώρες, αλλά μάταια. Ο Δημητροκάλης δεν θα εμφανιστεί.
«Οι αστυνομικοί μου είπαν ότι δεν είναι κάτι το σοβαρό και ότι δεν χρειάζεται να βάλουμε δικηγόρο γιατί είχε παρουσιαστεί με τη θέλησή του», θα δηλώσει αργότερα ο πατέρας στους δημοσιογράφους. Πολλά δημοσιεύματα της εποχής ανέφεραν ότι ο Κατσούλας ζήτησε από τον Δημητροκάλη να θυσιάσουν και την 24χρονη αδερφή του δεύτερου. Αυτός υποτίθεται ότι ήταν και ο λόγος που τα είπε όλα στην αστυνομία. Ωστόσο, αυτό δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, ήταν μάλλον μία από τις δεκάδες φήμες που καταγράφηκαν ως «είδηση» στις εφημερίδες της εποχής.
Οι τρεις τους θα συλληφθούν και την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, και μετά το τέλος της προκαταρκτικής εξέτασης, θα ασκηθεί εναντίον τους ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα. Θα οδηγηθούν στο γραφείο του 19ου ανακριτή για την απολογία τους και όταν θα αρχίσει σιγά σιγά να ξετυλίγεται η υπόθεση, θα περάσουν απ’ το γραφείο του ανακριτή μία σειρά από φίλους τους και γνωστούς τους.
Ποινική δίωξη θα ασκηθεί και στους Χαράλαμπο Ζαβρά, Αγγελική Αναγνώστου, Βαρβάρα Αγγελοπούλου, Μαρία και Κατερίνα Ρηγάκη. Στις 28 Ιανουαρίου 1994, θα πραγματοποιηθεί η αναπαράσταση των δύο εγκλημάτων. Η τηλεόραση και οι εφημερίδες όλο αυτό το διάστημα θα οργιάσουν. Ο Κατσούλας την περίοδο που συνελήφθη υπηρετούσε τη θητεία του στο Ναυτικό και ο Δημητροκάλης στον στρατό ξηράς.
Το «σατανιστικό» ομοίωμα του Παναγιώτη Γιαννάκη
Στις 30 Δεκεμβρίου 1993, μία υπόγεια «κρύπτη» ανακαλύφθηκε στην περιοχή της Παιανίας, στην οποία εικάζεται ότι οι σατανιστές έκαναν κάποιες από τις τελετές τους. Ανάμεσα στα ευρήματα ήταν και κάποια κέρινα ομοιώματα ανθρώπων, με καρφιτσωμένες πάνω τους φωτογραφίες, είτε κανονικές είτε κομμένες από εφημερίδες και περιοδικά. Μάλιστα, σύμφωνα με την αστυνομία, δίπλα από μία νυφική φωτογραφία, όπου είχε απομονωθεί το κεφάλι της νύφης, υπήρχε ένα σημείωμα γραμμένο με μολύβι, που έλεγε «Να μη χαρείς την ευτυχία σου»… Ανάμεσα, λοιπόν, σε αυτά τα κέρινα ομοιώματα βρέθηκε και ένα του Παναγιώτη Γιαννάκη, παίκτη τότε του Πανιωνίου, με τον ίδιο να δηλώνει τότε:
«Δεν ξέρω τι να πω. Μου φαίνεται απίστευτο. Μια κακόγουστη φάρσα, ένα αστείο. Δεν έχω καμία σχέση με όλα αυτά. Ούτε συζήτηση. Τόσα χρόνια παίζω μπάσκετ και δεν είμαι ούτε προληπτικός, όπως συνηθίζουν αρκετοί άνθρωποι του αθλητισμού.
(…) Πού να φανταστώ ότι 24 ώρες αργότερα θα υπήρχε το όνομά μου και η φωτογραφία μου σε ένα κέρινο ομοίωμα. Μου μοιάζει απίστευτο. Κρίμα. Τα νέα παιδια έχουν ξεστρατίσει. Με όση δύναμη έχει η φωνή μου, καλώ τα παιδιά, τον κόσμο να ασχοληθεί με τον αθλητισμό να ξεχάσουν τα τις τελετές και τα μάγια. Για να αποκτήσει η ζωή τους πραγματικό νόημα».
Στην Απογευματινή, με μια άλλη δήλωσή του, θα συμπληρώσει: «Δεν νομίζω φυσικά ότι μπορεί να επηρεάσει σε κανένα βαθμό στην οικογένειά μου. Μόνο για γέλια είναι αυτές οι ιστορίες». Ο τότε Μητροπολίτης Μεσογείων και Λαυρεωτικής Αγαθόνικος, συνοδευόμενος από πέντε ιερείς θα πραγματοποιήσει εξορκισμό(!) στη σπηλιά της Παιανίας, με δεκάδες κατοίκους παρόντες.
Η δίκη
Στις 23 Ιουνίου 1995 θα ξεκινήσει η δίκη τους στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, με τις λεπτομέρειες της υπόθεσης να μονοπωλούν το ενδιαφέρον του κόσμου. Έπειτα από 16 ημέρες ακροαματικής διαδικασίας, την 1η Ιουλίου, το Κακουργιοδικείο θα δώσει «τέλος στη φρίκη», όπως θα γράψει η Απογευματινή.
«Το δικαστήριο κηρύσσει ενόχους τους κατηγορούμενους, Ασημάκη Κατσούλα, Μάνο Δημητροκάλη, Δήμητρτα Μαργέτη, Κατερίνα και Μαρία Ρηγάκη και Βαρβάρα Αγγελοπούλου. Κηρύσσει αθώους τον Χαράλαμπο Ζάβρα και την Αγγελική Αναγνώστου», εκφωνεί η πρόεδρος Ευπραξία Μπαϊράμογλου. Η Δήμητρα Μαργέτη ξεσπάει σε κλάματα, τα φλας αστράφτουν και η ίδια φωνάζει στους φωτογράφους «0σας ικετεύω, σταματήστε». Ο Κατσούλας δίνει το χέρι του στον Ζάβρα και του λέει «συγχαρητήρια, ρε φίλε», ο εισαγγελέας προτείνει επί των ποινών και το δικαστήριο αποσύρεται προς διάσκεψη.
Στις 2 το μεσημέρι δικαστές και ένορκοι επιστρέφουν στις θέσεις τους. Ο Κατσούλας και ο Δημητροκάλης καταδικάζοντται σε δις ισόβια, χωρίς κανένα ελαφρυντικό και η Μαργέτη σε 18 έτη και 4 μήνες, με ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας να της αναγνωρίζεται. Η μητέρα του Δημητροκάλη ξεσπάει σε κλάματα και λυποθυμά. Ο δικηγόρος του Δημητροκάλη, ο γνωστός Κωνσταντίνος Πλεύρης θα υποστηρίξει ότι ο πελάτης του έπρεπε να αθωωθεί. Ο Κατσούλας επαναλαμβάνει στους δημοσιογράφους ότι δεν έχει σχέση με τη δολοφονία της Συροπούλου και η «μητέρα της Μαργέτη πέφτει στην αγκαλιά του συνηγόρου, Αλέξη Κούγια και ξεσπά σε κλάματα. “Υπάρχει και δεύτερος βαθμός”, της λέει εκείνος». Από τη μεριά της η μητέρα του πρώτου θύματος φωνάζει ότι και η Μαργέτη έπρεπε να καταδικαστεί σε ισόβια. Λίγο πιο δίπλα κάθονταν οι γονείς του Κατσούλα, απαρηγόρητοι, με τον πατέρα να λέει στους δημοσιογράφους:
«Σε όλη μου τη ζωή θα είμαι στο πλευρό του παιδιού μου. Έχω δώσει υπόσχεση στον Θεό να το βγάλω από τη φυλακή. Οι πραγματικοί ένοχοι είναι αυτοί που βρίσκονται έξω. Θα ψάξω να βρω τους ηθικούς αυτουργούς. Γιατί το παιδί μου να μην ελπίζει; Είναι 20 χρονών ακόμα».
Αναλυτικά η ετυμηγορία του Κακουργιοδικείου:
- Ασημάκης Κατσούλας: Δις ισόβια και κάθειρξη 20 ετών και ενός μηνός, χωρίς κανένα ελαφρυντικό για τη δολοφονία της Δώρας Συροπούλου, τη δολοφονία της Γαρυφαλλιάς Γιούργα, εμπρησμό δάσους, παράνομη κατακράτηση, αντιποίηση αρχής, καθύβριση Θρησκεύματος, αρπαγή ανηλίκου, σύσταση και συμμορία, βιασμό (Γιούργα).
- Μάνος Δημητροκάλης: Δις ισόβια και κάθειρξη 15 ετών και ενός μηνός, χωρίς κανένα ελαφρυντικό για τη δολοφονία της Δώρας Συροπούλου, τη δολοφονία της Γαρυφαλλιάς Γιούργα, εμπρησμό δάσους, παράνομη κατακράτηση, αντιποίηση αρχής, καθύβριση Θρησκεύματος, αρπαγή ανηλίκου, σύσταση και συμμορία, απλή συνέργεια στο βιασμό της Γιούργα
- Δήμητρα Μαργέτη: 18 έτη και 4 μήνες, με το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας (με πλειοψηφία των τεσσάρων ενόρκων), για απλή συνέργεια στις δολοφονίες των Συροπούλου και Γιούργα, αρπαγή ανηλίκου
- Κατερίνα Ρηγάκη: 16 μήνες με 3ετή αναστολή, με το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας για υπόθαλψη εγκληματία, ψευδορκία, ψευδή ανωμοτί κατάθεση.
- Μαρία Ρηγάκη: 7 μήνες με 3ετή αναστολή, με το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας για υπόθαλψη εγκληματία, ψευδείς ανωμοτί καταθέσεις.
- Βαρβάρα Αγγελοπούλου: 16 μήνες με 3ετή αναστολή, με το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας για υπόθαλψη εγκληματία, ψευδορκία, ψευδή ανωμοτί κατάθεση.
- Χαράλαμπος Ζάβρας: Αθώος.
- Αγγελική Αναγνώστου: Αθώα.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1997 το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών συνεδρίασε στη δικαστική αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού με τους Κατσούλα, Δημητροκάλη και Μαργέτη να αποσκοπούν στη μείωση της ποινής που ορίστηκε από το πρωτοβάθμιο όργανο. Στις 24 Δεκεμβρίου το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών θα αποφασίσει ομόφωνα την ενοχή των κατηγορουμένων επικυρώνοντας τη πρωτόδικη ποινή τους, σύμφωνα και με την πρόταση του εισαγγελέα. Θα κάνουν και τρίτη έφεση στις 17 Ιανουαρίου, μόνο ο Κατσούλας και ο Δημητροκάλης, και θα απορριφθεί και αυτή.
Σήμερα
Tον Νοέμβριο του 2001 αποφυλακίστηκε η Δήμητρα Μαργέτη μετά από οκτώ χρόνια στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού. Το 2005 παντρεύτηκε έναν εργολάβο οικοδομών, μαζί έκαναν δύο παιδιά. Τον Ιούνιο του 2015 κατέθεσε ασφαλιστικά μέτρα κατά του εν διαστάσει συζύγου της για τη διατροφή των παιδιών τους.
Τον Μάρτιο του 2013, αποφυλακίστηκε ο Μάνος Δημητροκάλης και για κάποιο διάστημα ήταν γνωστό ότι εργαζόταν ως προγραμματιστής σε ιδιωτική εταιρεία. Είχε κάνει σχετικές σπουδές όσο βρισκόταν πίσω απ’ τα σίδερα.
Τον Δεκέμβριο του 2016, αποφυλακίστηκε και ο Κατσούλας από τις φυλακές της Αγιάς όπου κρατούνταν με βούλευμά του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Όλα αυτά τα χρόνια είχε κάνει πάνω από δέκα αιτήσεις αποφυλάκισης, οι οποίες είχαν απορριφθεί όλες. Λίγες μέρες αργότερα κυκλοφόρησαν φωτογραφίες του όπου τον έδειχναν με παραπανίσια κιλά και άσπρα μαλλιά στο πατρικό του σπίτι στη Παλλήνη.
πηγή: oneman.gr