
Όλο το χρονικό της καταστροφής και τι προέκυψε στα χρόνια που ακολούθησαν
Στις 23 Ιουλίου 2018 δύο μεγάλες πυρκαγιές ξέσπασαν στην Αττική, η πρώτη στην Κινέτα και η δεύτερη κοντά στο Νταού Πεντέλης. Στη δεύτερη περίπτωση η πυρκαγιά επεκτάθηκε και πέρασε μέσα από τους οικισμούς Νέος Βουτζάς και Μάτι με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 102 άνθρωποι και να τραυματιστούν δεκάδες άλλοι. Από τις δύο πυρκαγιές καταστράφηκαν ολοσχερώς ή έπαθαν ζημιές χιλιάδες σπίτια ενώ κάηκαν και δεκάδες χιλιάδες στρέμματα δάσους.

Η φωτιά στην Κινέτα
Κυριακή 22/7/2018
12:47: Η ΓΓΠΠ δημοσιεύει το χάρτη πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς που ισχύει για Δευτέρα 23/07/2018. Λόγω της επικινδυνότητας θα έπρεπε να υπάρχει επιχειρησιακή Ετοιμότητα από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, το Συντονιστικό Όργανο Πολιτικής Προστασίας της Αντιπεριφέρειας με ευθύνη του αρμόδιου Αντιπεριφερειάρχη και του Δημάρχου.

Δευτέρα 23/7/2018, η ημέρα της καταστροφής
12:03: Ξεσπάει φωτιά στα Γεράνεια Όρη στην Κινέτα. Στο σημείο επιχείρησαν αρχικά 35 πυροσβέστες με 15 οχήματα, 2 πεζοπόρα τμήματα, 3 αεροσκάφη και 2 ελικόπτερα. Για την εκδήλωση της πυρκαγιάς το «199» ειδοποιήθηκε στις 12.03 μ.μ. και το πρώτο πυροσβεστικό όχημα έφτασε στο μέτωπο στις 12.10 μ.μ., δηλαδή μόλις επτά λεπτά αργότερα.
14:07: Ενισχύονται οι δυνάμεις στα Γεράνεια Όρη. Επιχειρούν 70 πυροσβέστες με 30 οχήματα, 2 ομάδες πεζοπόρο, 2 ελικόπτερα & 3 αεροσκάφη.
15:00: Τα ΜΜΕ ενημερώνουν ότι έχουν καεί σπίτια. Επίσης, τα ΜΜΕ ενημερώνουν ότι οι άνεμοι είναι ισχυροί και δυτικοί και δείχνουν με χάρτη προς τα που κατευθύνονται.
Η φωτιά κατέβαινε με πολύ μεγάλη ταχύτητα (100 χλμ/ώρα) προς τους οικισμούς, οι οποίοι εκκενώθηκαν άμεσα. Η φωτιά πέρασε πάνω από την Εθνική Οδό Αθηνών – Κορίνθου και έχοντας καταστρέψει τους οικισμούς Πανόραμα 1, 2, και 3 και Γαλήνη, έκαψε σπίτια και στην Κινέτα σε μικρότερη έκταση. Σύμφωνα με δήλωση του Δημάρχου Μεγαρέων Γρηγόρη Σταμούλη, η συνολική έκταση που έκαψε η πυρκαγιά, ανερχόταν σε 60.000 στρέμματα.
Συνολικά επιχείρησαν 150 πυροσβέστες με 74 οχήματα και 17 άτομα πεζοπόρο τμήμα, ενώ συνέδραμαν εθελοντικά οχήματα, υδροφόρες και μηχανήματα από την Περιφέρεια Αττικής και τον Δήμο Μεγαρέων, καθώς και τους Δήμους Λουτρακιού, Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης. Από τις Ένοπλες Δυνάμεις συνέδραμαν τρία μηχανήματα έργου, ενώ από αέρος επιχείρησαν 5 ελικόπτερα.
Για 48 συνεχόμενες ώρες, επιχειρούσαν στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, με ηρωικές προσπάθειες, όλοι οι εθελοντές και τα μέσα του Συλλόγου Προστασίας του Δάσους “Οι Άγιοι Θεόδωροι“.
Το αποτέλεσμα των αυτοψιών στην περιοχή της Κινέτας έκρινε μη κατοικήσιμα (κόκκινα) συνολικά 155 κτήρια, εκ των οποίων 139 κατοικίες και 16 αποθήκες, ενώ εκατοντάδες άλλα υπέστησαν ζημιές.
Από την πολύμηνη έρευνα, φέρεται να προέκυψε ότι αποτελεσματικά εφαρμόστηκαν οι διαδικασίες εκκένωσης και ο επικεφαλής αξιωματικός της Πυροσβεστικής στο μέτωπο της πυρκαγιάς, έδωσε έγκαιρα εντολή στον δήμαρχο Μεγάρων να προχωρήσει στην εκκένωση των οικισμών που απειλούνταν από τις φλόγες. Πράγματι, κάτοικοι και παραθεριστές απομακρύνθηκαν έγκαιρα, πριν κινδυνεύσουν ή ακόμα χειρότερα πριν εγκλωβιστούν από τις φλόγες, όπως συνέβη στο μέτωπο της Ανατολικής Αττικής.
Φωτιά στο Μάτι: 7 χρόνια από την τραγωδία με τους 104 νεκρούς – Το χρονικό και η απόφαση του Εφετείου
Επτά χρόνια συμπληρώνονται σήμερα, 23 Ιουλίου 2025, από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, όπου έχασαν τη ζωή τους 104 συνάνθρωποι μας. Κάποιοι πνίγηκαν βουτώντας στη θάλασσα για να ξεφύγουν από τη φωτιά, άλλοι εντοπίστηκαν απανθρακωμένοι, ενώ κάποιοι κατέληξαν μετά από μάχη που έδωσαν με τα εγκαύματα στο νοσοκομείο.
Σαν σήμερα, 23 Ιουλίου 2018, η φονική πυρκαγιά στο Μάτι – Το χρονικό
Στις 23 Ιουλίου 2018, δύο μεγάλες πυρκαγιές ξέσπασαν στην Αττική, η πρώτη στην Κινέτα και η δεύτερη κοντά στο Νταού Πεντέλης. Η δεύτερη πυρκαγιά επεκτάθηκε ραγδαία και πέρασε μέσα από τους οικισμούς Νέος Βουτζάς και Μάτι, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 104 άνθρωποι και να τραυματιστούν δεκάδες άλλοι. Από τις δύο πυρκαγιές καταστράφηκαν ολοσχερώς ή έπαθαν ζημιές χιλιάδες σπίτια, ενώ κάηκαν και δεκάδες χιλιάδες στρέμματα δάσους. Μάλιστα η καταστροφική πυρκαγιά που κατέληξε στο Μάτι είναι η φονικότερη δασική και αστική πυρκαγιά στην ιστορία του νεότερου και σύγχρονου ελληνικού κράτους και του 21ου αιώνα, ενώ θεωρείται η δεύτερη φονικότερη του 21ου αιώνα παγκοσμίως μετά τις πυρκαγιές στην Αυστραλία στις 7 Φεβρουαρίου 2009 που είχαν σκοτώσει 173 άτομα.
Η πυρκαγιά στην Κινέτα φέρεται να ξεκίνησε από καλώδια σε κολώνα της ΔΕΗ, ενώ την πυρκαγιά στο Μάτι φέρεται να προκάλεσε ένας 65χρονος που έβαλε φωτιά για να κάψει κλαδιά. Εναντίον του, η Εισαγγελία Αθήνας άσκησε ποινική δίωξη, τον Μάρτιο του 2019, για εμπρησμό από αμέλεια, ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή και σωματική βλάβη κατά συρροή, ενώ για το δεύτερο και τρίτο αδίκημα ασκήθηκε ποινική δίωξη και κατά άλλων 19 ατόμων, μεταξύ των οποίων είναι ο τότε αρχηγός και ο τότε υπαρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος, ο τότε Γενικός Γραμματέας Πολιτικής Προστασίας, η Περιφερειάρχης Αττικής και δήμαρχοι της περιοχής.
Advertisement
Η φωτιά ξέσπασε στις 16:41 το απόγευμα κοντά στο Νταού στην Πεντέλη, βόρεια της κεντρικής πλατείας του χωριού. Στην αρχή η πυρκαγιά κατευθυνόταν με φυσιολογικούς ρυθμούς προς την περιοχή του Διονύσου, καίγοντας χαμηλή βλάστηση, με αποτέλεσμα να μην προβλεφθεί ο τεράστιος κίνδυνος που επερχόταν, αλλά γύρω στις 17:10 με 17:30 ο άνεμος ισχυροποιήθηκε απότομα και άλλαξε κατεύθυνση προς τα ανατολικά, με αποτέλεσμα η πυρκαγιά να βγει γρήγορα εκτός ελέγχου, ενώ παράλληλα εκτός ελέγχου είχε βγει τότε και η πυρκαγιά στη Κινέτα. Η φωτιά στην Πεντέλη εξαπλώθηκε με απίστευτα ταχείς ρυθμούς λόγω της ασυνήθιστα ακραίας ταχύτητας των ανέμων, καθώς οι ριπές ανέμου στο βουνό έφτασαν ως και τα 124 χιλιόμετρα την ώρα (12 Μποφόρ, ο μέγιστος βαθμός στην κλίμακα), σε συνδυασμό και με υψηλές θερμοκρασίες, κοντά στους 40 °C (πριν την εκδήλωση της πυρκαγιάς, η θερμοκρασία στον σταθμό της Ραφήνας έφτασε στους 39 °C, που ήταν η μέγιστη τιμή για όλο το καλοκαίρι του 2018 σε όλη την Αττική, ενώ η σχετική υγρασία ήταν μόλις στο 19%). Καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση του ανέμου έπαιξε η τοπογραφία και το μικροκλίμα της περιοχής, τα οποία ευθύνονταν για τη δημιουργία ισχυρών καταβατικών ανέμων κατά μήκος του παραλιακού μετώπου από τη Ραφήνα μέχρι τη Νέα Μάκρη. Ως αποτέλεσμα, η πυρκαγιά κατέκαψε τη βόρεια πλευρά του χωριού του Νταού και κινήθηκε δια μέσου της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, προς την ευρύτερη περιοχή της Ραφήνας, στους οικισμούς Νέος Βουτζάς αρχικά και Κόκκινο Λιμανάκι και Μάτι μετέπειτα, μέσα σε λίγα λεπτά. Γύρω στις 18:15 η φωτιά έφτασε στη θάλασσα.
Λόγω της γρήγορης εξάπλωσης, πολλοί κάτοικοι και παραθεριστές δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν και είτε εγκλωβίστηκαν και κάηκαν στα σπίτια τους είτε έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να διαφύγουν πεζοί ή με τα αυτοκίνητά τους, καθώς παγιδεύτηκαν λόγω του μποτιλιαρίσματος που προκλήθηκε στους στενούς δρόμους που ήταν αδύνατον να αντέξουν τόση κίνηση. Σε ένα οικόπεδο δίπλα στη θάλασσα βρέθηκαν 26 νεκροί, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να βρουν την έξοδο για τη θάλασσα και εγκλωβίστηκαν εκεί. Επίσης, υπήρξαν 9 άνθρωποι που πνίγηκαν στην θάλασσα στην προσπάθειά τους να γλυτώσουν από την πύρινη λαίλαπα, ενώ μία 13χρονη σκοτώθηκε πέφτοντας σε παραλιακό γκρεμό 10 μέτρων ενώ έτρεχε για να ξεφύγει από τη φωτιά.
Στο Νταού όπου και ήταν το σημείο μηδέν, η πυρκαγιά αντιμετωπίστηκε εύκολα, με συνέπεια οι υλικές ζημιές να είναι περιορισμένες. Ειδικότερα καταστράφηκε ένα σπίτι και υπέστησαν υλικές ζημιές άλλα τέσσερα. Οι παιδικές κατασκηνώσεις στον Άγιο Ανδρέα εκκενώθηκαν για προληπτικούς λόγους αρκετή ώρα πριν φτάσει η φωτιά, με αποτέλεσμα εκατοντάδες μαθητές να αποφύγουν τον κίνδυνο. Παρόμοια εκκένωση πραγματοποιήθηκε στα παραθεριστικά θέρετρα της Πολεμικής Αεροπορίας στο Ζούμπερι και του Στρατού Ξηράς στον Άγιο Ανδρέα. Σκάφη του Λιμενικού, του Πολεμικού Ναυτικού και πλοία της γραμμής, ανέλαβαν μετά από μεγάλη καθυστέρηση και ολιγωρία στο συντονισμό τους, να περισυλλέξουν όσους ανθρώπους αναζήτησαν σωτηρία στη θάλασσα, ενώ ψαράδες και ιδιωτικά σκάφη κινήθηκαν πιο γρήγορα. Κατά τη διάρκεια της εκκένωσης 45 ατόμων από ένα ξενοδοχείο στο Μάτι εκ θαλάσσης, ένα από τα πλοία που συμμετείχε στη διάσωση βυθίστηκε, με αποτέλεσμα και οι 10 επιβάτες εκ των οποίων 2 Πολωνοί τουρίστες να πνιγούν.
Το νεότερο θύμα ήταν 6 μηνών και το γηραιότερο 93 χρονών.
Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες επιζώντων και συγγενών θυμάτων για τον εφιάλτη που έζησαν στο Μάτι
Ο Αρ. Γραικιώτης έχασε τη σύντροφό του Στέλλα στις φλόγες. Βρίσκονταν στο Κόκκινο Λιμανάκι και με τη μηχανή τους αποφάσισαν να ανεβούν ψηλά στο βουνό απ’ όπου φαινόταν καπνός. Ανησύχησαν αλλά θεώρησαν ότι η φωτιά έχει άλλη κατεύθυνση και επέστρεψαν προς το Μάτι στο σπίτι φίλων τους. «Όπως πηγαίναμε προς τα εκεί ο καπνός αυξανόταν και είχε αλλάξει φορά. Φτάσαμε στο σπίτι, κατεβήκαμε στην παραλία και βλέπαμε καπνό μαζί με φλόγες, ήταν ένα απίστευτο πράγμα, είχε ανάψει μεγάλη φωτιά. Επειδή ανησύχησα της είπα ότι θα πάρω τη μηχανή να ελέγξω τι γίνεται. Ανέβηκα 500 μέτρα στην εκκλησία του Ματιού. Είχε πιάσει φωτιά ένα οικόπεδο, διάσπαρτες φλόγες. Εκεί φοβήθηκα και την πήρα τηλέφωνο. Της λέω “βγες στην Ποσειδώνος να σε πάρω να πάμε στο σπίτι να πάρουμε 2-3 πράγματα να φύγουμε”».
Στη συνέχεια το ζευγάρι πήγε στο σπίτι του στο Κόκκινο Λιμανάκι και πήραν κάποια πράγματα πρόχειρα. Χωρίστηκαν, εκείνος πήρε τη μηχανή του και η σύντροφός του μπήκε στο αυτοκίνητο. «Η μηχανή μου ήταν προς Ραφήνα, το αμάξι της Στέλλας ήταν παρκαρισμένο προς τη Νέα Μάκρη. Πήρα τη μηχανή και πήγα προς το κόκκινο λιμανάκι που είχαμε δώσει ραντεβού. Η Στέλλα έκανε μια διαδρομή για να βγει στη λεωφόρο Δημοκρατίας για να βγει στο Κόκκινο Λιμανάκι. Εγώ πηγαίνοντας με τη μηχανή συνάντησα τον φίλο μου τον Παναγιώτη, του λέω “πού πας; Φύγε!”. Δεν με άκουσε, μπήκε στο σπίτι. Πήγα στο Κόκκινο Λιμανάκι και περίμενα τη Στέλλα. Την παίρνω τηλέφωνο εφτά παρά δυο λεπτά το απόγευμα. Μου απάντησε ότι άφησε το αμάξι. Ότι έχει φοβερή φωτιά. Την έπαιρνα, καλούσε αλλά δε μου απάντησε. Έκανα 3-4 κλήσεις. Σκέφτηκα ότι θα έτρεχε και δεν μπορούσε να απαντήσει. Καθώς ήμουν στο Κόκκινο Λιμανάκι είδα 2-3 δέντρα να φουντώνουν. Τα αυτοκίνητα είχαν μπλοκάρει. Φτάνοντας στη Δημοκρατίας και Παύλου Μελά τρελάθηκα, γιατί έστω κι ένας αστυνομικός να υπήρχε εκείνη την ώρα να μην αφήνει τα αμάξια να μπαίνουν προς το Μάτι… Θα είχαν φύγει όλα τα αυτοκίνητα και δεν θα καιγόταν κόσμος… Πήγα με τα πόδια στην παραλία με σκόνη να φτάσω από τα βράχια ή κολυμπώντας μη βρω το σημείο που κατέβηκε η Στέλλα. Ανεβαίνοντας στα βράχια με αέρα, λάβα και φωτιά έφτασα. Κρυβόμουν στις σπηλιές να μη με κάψει η φωτιά. Φτάνω στο Μπλε Λιμανάκι. Ακούω μια κόρνα και ήταν ένα φουσκωτό. Μου λένε να έρθουν να με διασώσουν. Ανέβηκα στο φουσκωτό και συνεχίσαμε προς Κυανή Ακτή».
Συγκλονιστική ήταν η περιγραφή του κ. Γραικιώτη, όταν είπε στο δικαστήριο ότι μαζί με άλλους συνέλεξαν το άψυχο κορμάκι της μικρής Εβίτας Φύτρου, της κόρης της Βαρβάρας Βουκάκη, που έχασε τον σύζυγο και τα δυο της παιδιά στη φωτιά. «Πηγαίνοντας σε κάποια βράχια μας φώναξαν κάποιοι άνθρωποι και πήγαμε προς τα εκεί. Ο ένας ήταν καμένος δεν ήξερα που να τον πιάσω να μην πονάει. Ξαναγυρίσαμε στη Ραφήνα. Πήγαμε να επιστρέψουμε και ο λιμενικός που βρισκόταν στο φουσκωτό δέχτηκε κλήση να πάμε σε μια παραλία γιατί υπήρχε άνθρωπος που είχε πεθάνει. Ήταν το κοριτσάκι που είχε πέσει από τα βράχια. Πήγαμε εκεί, εγώ δεν άντεξα να βγω. Παραλάβαμε το κοριτσάκι. Το βάλαμε στο φουσκωτό. Πήγαμε στη Ραφήνα. Εγώ ρωτούσα αν είχε δει κανείς τη Στέλλα. Είχαν περάσει 2 με 2,5 ώρες…» ανέφερε στην κατάθεσή του στη δίκη για τη φωτιά στο Μάτι. Όπως είπε, η αγαπημένη του Στέλλα είχε χαθεί στο «οικόπεδο της φρίκης» με τους 26 νεκρούς, το κτήμα Φράγκου. Όμως ο μάρτυρας μετά από πέντε ημέρες πληροφορήθηκε τα τραγικά νέα.
«Κατά τις 06.30 το πρωί πήρα τη μηχανή με την κουμπάρα της Στέλλας και πήγαμε στο σπίτι. Είχε καταστραφεί τελείως. Κατεβήκαμε με τα πόδια τη διαδρομή που θα έκανε η Στέλλα. Εκεί σε ένα οικόπεδο εντοπίσαμε το αμάξι που δεν είχε πάθει τίποτα γιατί ήταν καθαρό το οικόπεδο, δεν υπήρχε τίποτα. Φτάσαμε στην Κυανή Ακτή και προτού να φτάσουμε στην πίσω πλευρά της ταβέρνας. Παραλίγο να πατήσω απανθρακωμένο ένα πτώμα. Φωνάζω κάποιους του Ερυθρού Σταυρού. Έφυγα και έφτασα έξω από το σπίτι του Φράγκου. Η πόρτα ανοιχτή αλλά δε μπήκαμε μέσα, δεν μπορούσα να φανταστώ…Έψαχνα πολλές μέρες μαζί με τις κόρες και την αδελφή της Στέλλας… Δεν υπήρχε από πουθενά βοήθεια. Δεν ειδοποιήθηκε ο κόσμος. Υπήρχε χρόνος να ενημερώσουν. Ο καθένας έκανε ότι μπορούσε…»,
Στο δικαστήριο κατέθεσαν και οι κόρες της Στέλλας. Η Παναγιώτα Νικολάου μίλησε τελευταία φορά με τη μητέρα της γύρω στις 17.20. «Την άκουγα ήρεμη, όχι φοβισμένη. Τους είπα να φύγουν». «“Θα φύγουμε, φοβάμαι τη φωτιά, δε θέλω να καώ”, μου απάντησε. Δεν της ξαναμίλησα έκτοτε…» κατέθεσε εμφανώς ταραγμένη. Και συνέχισε, περιγράφοντας πώς αναζητούσαν τη μητέρα της. «Καταλήξαμε στο λιμεναρχείο περίμενε τος βάρκες μέχρι το πρωί. Δεν τη βρήκαμε. Αρχίσαμε να παίρνουμε νοσοκομεία. Τη δηλώσαμε αγνοούμενη. Την Τετάρτη έδωσε dna η αδελφή μου. Το Σάββατο μας τηλεφώνησαν από το Γουδί και μας είπαν ότι ταυτοποιήθηκε το dna της αδελφής μου με ένα πτώμα που βρέθηκε στο κτήμα Φράγκου…».
«Ο αρχηγός δεν συντόνιζε – Καθένας πήγαινε όπου ήθελε»
Ο απόστρατος αντιστράτηγος της Πυροσβεστικής, Ανδριανός Γκουρμπάτσης, ήταν από τα πρόσωπα που κατέθεσαν στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι και υποστήριξε ότι «και να διατασσόταν οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση των κατοίκων, δεν θα υλοποιούνταν, καθώς δεν ήταν οργανωμένοι, ούτε η περιφέρεια ούτε οι δήμοι». Ο κ. Γκουρμπάτσης, πραγματογνώμονας εγκλημάτων εμπρησμού, που διορίστηκε ως τεχνικός σύμβουλος οικογενειών θυμάτων, βρέθηκε ενώπιον των δικαστών του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου για να καταθέσει για τα στοιχεία που περιλαμβάνει στην τεχνική έκθεση που συνέταξε σχετικά με τη φωτιά της 23ης Ιουλίου 2018 που εξελίχθηκε σε εκατόμβη νεκρών.
Απαντώντας στις ερωτήσεις του εισαγγελέα Έδρας, Παναγιώτη Μανιάτη, ο μάρτυρας αφού διευκρίνισε πως για την απομάκρυνση πολιτών δεν ήταν απαραίτητη η εισήγηση της Πυροσβεστικής, συνέχισε λέγοντας πως και να λαμβάνονταν έγκαιρα, δηλαδή μέχρι τις 17.30, απόφαση, δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί, καθώς η Αυτοδιοίκηση δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη όπως θα όφειλε.
Εισαγγελέας: Εσείς λέτε πάντως ότι ακόμα και να διατασσόταν δεν θα υλοποιούνταν;
Μάρτυρας: Ναι, οι δήμοι και η περιφέρεια δεν είχαν οργανωθεί όπως έλεγε ο νόμος.
Εισαγγελέας: Λέτε δηλαδή πως δεν υπήρχαν μνημόνια ενεργειών και πως η μη εισήγηση από την Πυροσβεστική λειτούργησε ως άλλοθι;
Μάρτυρας: Δεν έγινε η απομάκρυνση διότι φοβήθηκαν πως εάν διατασσόταν, θα υπήρχαν περισσότερα θύματα. Δεν υπήρχε πρόβλεψη για το πώς θα απομακρυνθεί ο κόσμος, που θα συγκεντρωθεί κλπ και προτίμησαν να μην γίνει απομάκρυνση.
Αναφερόμενος στη διαχείριση της φωτιάς από την Πυροσβεστική, ο μάρτυρας τόνισε πως η αδράνεια των αρμοδίων αξιωματικών να ενεργοποιήσουν τα εναέρια μέσα έπαιξε καθοριστικό ρόλο και «κόστισε» στο τραγικό αποτέλεσμα. «Έπρεπε να δράσουν τα εναέρια. Εκεί είναι το καθοριστικό. Εκεί έπρεπε να αναχαιτιστεί η φωτιά» είπε ο απόστρατος αξιωματικός, που συνέχισε λέγοντας ότι «ανεξάρτητα εάν έγινε η εισήγηση (για απομάκρυνση) ή όχι, η Πυροσβεστική έπρεπε να ενεργήσει με πολλά οχήματα για τη διάσωση των ανθρώπων. Ήξεραν πως η κατεύθυνση του ανέμου ήταν δυτική. Όφειλε ο μηχανισμός να είναι προετοιμασμένος να σώσει κόσμο» τόνισε ο μάρτυρας.
Κατά τον τεχνικό σύμβουλο των θυμάτων, από την προηγούμενη ημέρα, που ήταν γνωστό πως ο κίνδυνος για πυρκαγιά ήταν αυξημένος, δεν ελήφθησαν τα απαραίτητα μέτρα για αυξημένη εναέρια επιτήρηση και για γενική επιφυλακή. «Μερική επιφυλακή ίσον τίποτα! Έπρεπε να γίνει γενική επιφυλακή. Να έρθει κόσμος να στελεχώσει οχήματα. Εδώ κινητοποιήθηκαν μόνο 33 υδροφόρα. Είχαμε αυτοκίνητα και δεν είχαμε κόσμο να τα επανδρώσει. Ο κ. Φωστιέρης (διοικητής ΕΣΚΕ) μπορούσε από το στάδιο επιφυλακής 2 να το πάει στο 3. Στη γενική επιφυλακή σε περίπου μία ώρα φτάνει το προσωπικό. Όταν την διατάζεις 17:30 μέχρι να φτάσουν στις θέσεις τους.. πάει ο κόσμος κάηκε! Ο αρχηγός και υπαρχηγός μπορούν να διατάξουν γενική επιφυλακή. Για την Αττική και ο περιφερειάρχης μπορούσε να διατάξει» τόνισε ο μάρτυρας.
Αναφερόμενος στον διοικητή του ΕΣΚΕ τόνισε πως με τις επιλογές του, παρά την επικινδυνότητα της ημέρας, δεν βρισκόταν επαρκές προσωπικό στη θέση του. «Για αυτό κάποια στιγμή έχασαν την ψυχραιμία τους και έβριζαν τον κόσμο» ανέφερε ο μάρτυρας. Είπε επίσης πως «ήταν ατελέσφορη η προσπάθεια που έγινε με το αεροσκάφος αερολέσχης για εναέρια επιτήρηση, που δεν αντιλήφθηκε τη φωτιά. Εάν σηκωνόταν, όπως γινόταν παλιότερα, δύο καναντέρ, ένα στο νότιο και ένα στον βόρειο τομέα, δεν θα συνέβαινε αυτό. Εάν εφαρμοζόταν αυτό το σύστημα, θα έβλεπαν τις φωτιές αμέσως».
Ο κ. Γκουρμπάτσης επισήμανε μάλιστα πως εκείνη την ημέρα «και τα πέντε αεροσκάφη Πυροσβεστικής ήταν διαθέσιμα για εναέρια επιτήρηση» ενώ ανέφερε πως την προηγούμενη ημέρα και ενώ υπήρχε η γνώση για αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς μεγέθους 4, αεροσκάφος της Πυροσβεστικής χρησιμοποιήθηκε για αεροκομιδή, κάτι που δεν είναι στα καθήκοντα του Σώματος. Σε ερώτηση του εισαγγελέα ποιος έχει την τελική ευθύνη για τις αποφάσεις που λαμβάνονται, ο αντιστράτηγος είπε: «Ο αρχηγός προΐσταται όλων. Ο αρχηγός βοηθάται από τους υπαρχηγούς». Όπως ανέφερε ο μάρτυρας, εκείνη την ημέρα στο ΕΣΚΕ βρισκόταν η φυσική και η πολιτική ηγεσία του Πυροσβεστικού Σώματος και συνέχισε λέγοντας για τον τότε υπουργό Νίκο Τόσκα: «Οι πολιτικοί πηγαίνουν εκεί από ενδιαφέρον… για να ενημερώνονται, όμως δεν παρεμβαίνουν επιχειρησιακά. Στην αυτήν την περίπτωση ωστόσο υπάρχουν επικοινωνίες, όπως για παράδειγμα του διοικητή του ΕΣΚΕ, ο οποίος ακούγεται να λέει για τα εναέρια μέσα “θα μιλήσω με τον υπουργό”. Θεωρώ ότι ο κ. Τόσκας παρενέβαινε επιχειρησιακά».
Ερωτηθείς από τον εισαγγελέα για τη φωτιά που είχε ξεσπάσει λίγο νωρίτερα εκείνη την ημέρα στην Ελευσίνα στις εγκαταστάσεις της motor oil, ο κ. Γκουρμπάτσης είπε πως διατέθηκε, με εκτροπή, εναέριο, ενώ πλέον η φωτιά «ήταν έρπουσα», μετά από συνδρομή που ζητήθηκε από την επιχείρηση.
Εισαγγελέας: Με αυτά τα επιχειρησιακά δεδομένα που λέτε ήταν δικαιολογημένη η εκτροπή του εναέριου μέσου αντί για Ανατολική Αττική προς Motor Oil;
Μάρτυρας: Σε καμία περίπτωση! Πρώτο μέλημα του πυροσβέστη είναι να σώζει ανθρώπινες ζωές και όχι δομές.
Εισαγγελέας: Η φωτιά ήταν εκτός διυλιστηρίων;
Μάρτυρας: Ακριβώς.
Όσον αφορά την παντελή έλλειψη ενημέρωσης των κατοίκων για τον κίνδυνο που πλησίαζε το Μάτι, καθώς τότε το «112» δεν λειτουργούσε όπως σήμερα, ο μάρτυρας εξέφρασε την πεποίθηση του ότι «το ελάχιστο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να ενημερώσουν τους πολίτες. Το ελικόπτερο της Πυροσβεστικής έχει μεγαφωνικό. Το ελικόπτερο της Αστυνομίας έχει επίσης μεγαφωνικό σύστημα πιο ενισχυμένο από το δικό μας. Μάλιστα, τότε, είχε κάνει και δηλώσεις ο κ. Τόσκας πως τα επιχειρησιακά μέσα της Αστυνομίας εντάσσονται στον σχεδιασμό του ΠΣ. Αυτές τις δηλώσεις τις έκανε στην άσκηση δια πυρός, του Πυροσβεστικού Σώματος που γίνεται κάθε Μάιο». Στο σκέλος των ενεργειών που έγιναν για τη διάσωση πολιτών, ο μάρτυρας τόνισε πως οι διαδικασίες ξεκίνησαν μετά τις 10 το βράδυ και ενώ πλέον υπήρχαν ήδη νεκροί.
Συνήγορος προς Υποστήριξη της Κατηγορίας: Υπάρχει κατάθεση στη δικογραφία που λέει επί λέξει, «ευτυχώς που δεν μπήκαν οι πυροσβέστες στο Μάτι διότι θα είχαν καεί κι αυτοί». Τι λέτε για αυτό;
Μάρτυρας: Εμείς μιλάμε εκ του αποτελέσματος. Οι πυροσβέστες να μπουν στο Μάτι όταν έχει κατέβει η φωτιά δεν νομίζω ότι θα έκαναν και τίποτα. Θα έπρεπε να έχουν γίνει ενέργειες από πριν. Το δελτίο της Πυροσβεστικής λέει πως σώθηκαν 40 άτομα, χωρίς στοιχεία και άλλο τίποτα. Εκτός εάν έβαζαν μέσα στο όχημα στη λεωφόρο Μαραθώνος όποιον έβλεπαν…
Η απόφαση του Εφετείου στη δίκη για το Μάτι
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων αποφάσισε στις 4 Ιουνίου 2025 να οδηγηθούν στη φυλακή τέσσερις καταδικασθέντες για την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι. Όπως ανακοίνωσε η πρόεδρος, δεν χορηγείται αναστολή, ούτε μετατροπή στην ποινή στην τότε ηγεσία του ΠΣ και στον Ιωάννη Καπάκη. Έτσι, οι τέσσερις κατηγορούμενοι για τη φωτιά στο Μάτι οδηγήθηκαν στην φυλακή για την έκτιση της ποινής τους. Πρόκειται για τον πρώην αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος Σωτήρη Τερζούδη, τον τότε Υπαρχηγό Βασίλη Ματθαιόπουλο, τον τότε διοικητή του ΕΣΚΕ Ιωάννη Φωστιέρη και τον πρωην γεν.γραμμ. πολιτικής Προστασίας Ιωάννη Καπάκη που καταδικάστηκαν σε συνολική ποινή φυλάκισης 340 ετών (εκτιτέα 5 έτη).
«Για τους 4 κατηγορούμενους επιβάλλεται η ποινή άνευ αναστολής, άνευ μετατροπής καθώς θεωρούνται ύποπτοι τέλεσης νέων αδικημάτων και θα αιτιολογήσουμε στην απόφαση μας περαιτέρω» είπε η πρόεδρος.
Για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους, της Πυροσβεστικής και του κατοίκου, το δικαστήριο αποφάσισε μετατροπή των ποινών τους προς δέκα ευρώ ημερησίως.
Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων για τους 102 νεκρούς και τους 32 τραυματίες που περιλαμβάνονται στην δικογραφία είναι η εξής:
1. Σωτήρης Τερζούδης, πρώην αρχηγός Πυροσβεστικής
Ποινή φυλάκισης 340 έτη με εκτιτέα τα 5 έτη.
2. Βασίλης Ματθαιόπουλος, πρώην υπαρχηγός, ποινή
340 έτη με εκτιτέα τα 5 έτη.
3. Ιωάννης Φωστιέρης, πρώην διοικητής Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου, ποινή 340 έτη με εκτιτέα τα 5 έτη.
4. Ιωάννης Καπάκης, πρώην γενικός γραμματέας Πολιτικής Προστασίας, 340 έτη, 340 έτη με εκτιτέα τα 5 έτη.
5. Χρήστος Γκολφίνος, πρώην διοικητής του 199, ποινή 238 ετών με εκτιτέα τα 5 έτη.
6.Φίλιππος Παντελεάκος, πρώην διευθυντής στο Κέντρο Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας της Πυροσβεστικής, 238 έτη με εκτιτέα τα 5 έτη.
7. Δαμιανός Παπαδόπουλος, διοικητής ΠΣΝ Μάκρης, πρώτος επικεφαλής της φωτιάς, Ποινή 238 έτη με εκτιτέα τα 5 έτη.
8. Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, διοικητής της Διοίκησης ΠΥ Αθηνών – δεύτερος επικεφαλής στο πεδίο. Ποινή 238 έτη με εκτιτέα τα 5 έτη.
9. Χαράλαμπος Χιώνης, διοικητής ΠΥ Ανατολικής Αττικής – τρίτος επικεφαλής στην φωτιά, ποινή 238 έτη με εκτιτέα τα 5 έτη.
10. Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, 3 χρόνια εξαγοράσιμα.
Ουσιαστικά οι εφέτες, με την απόφασή τους έκριναν ότι το κύριο βάρος της ευθύνης φέρουν οι επιτελικοί της Πυροσβεστικής, δηλαδή η ηγεσία και οι επικεφαλής στις κρίσιμες υπηρεσίες του Σώματος και οι τρεις αξιωματικοί που βρέθηκαν στον τόπο της φωτιάς ως επικεφαλής του πεδίου. Έδειξαν επίσης και ένα πολιτικό πρόσωπο, που είχε επιλεγεί από την τότε κυβέρνηση για την ηγεσία της γραμματείας Πολιτικής Προστασίας: Τον κ. Ιωάννη Καπάκη. Στους ενόχους και ο κάτοικος Πεντέλης, από την αυλή του οποίου ξεκίνησε η φωτιά.
Αθώοι κρίθηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι από τα εναέρια μέσα (πιλότοι, εναέριοι ελεγκτές και συντονιστές), ο τότε διοικητής της ΕΜΑΚ καθώς και όλοι οι κατηγορούμενοι από την Αυτοδιοίκηση. Πρόκειται για τους: Χρήστο Λάμπρη, Χρήστο Δροσόπουλο, Γιώργο Πορτοζούδη, Στέφανο Κολοκούρη, Χαράλαμπο Συρογιάννη, Ρένα Δούρου, Ηλία Ψινάκη, Βάιο Θανασιά, Ευάγγελο Μπουρνούς, Αντώνιο Παλπατζή και Δημήτρη Στεργίου- Καψάλη.
Το δικαστήριο, διαφοροποιήθηκε από την εισαγγελική πρόταση μόνο ως προς την κ Ρένα Δούρου και τον τότε Δήμαρχο Ραφήνας- Πικερμίου Ευάγγελο Μπουρνούς για τους οποίους η κ. Περιμένη είχε ζητήσει ενοχή.
Με πληροφορίες από athensvoice.gr